Η ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου ψάλλεται κάθε Παρασκευή κατά τις πρώτες πέντε εβδομάδες της Σαρακοστής. Ως προς τον ποιητή του, οι γνώμες διίστανται, καθώς η έρευνα δεν κατάφερε μέχρι τώρα να τον αποδώσει σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ονομάστηκε «Ακάθιστος» επειδή, όταν ψάλλεται, το εκκλησίασμα στέκεται όρθιο, ενώ η εναλλακτική ονομασία του, «Χαιρετισμοί», προέρχεται από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «Χαίρε». Αναφέρεται γενικότερα στην ενανθρώπιση του Ιησού και τη σωτηρία των ανθρώπων, ενώ εξαιρείται η συμβολή της Παναγίας. Η παράδοση αναφέρει ότι γράφτηκε για τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αβάρων το 626 μ.Χ.
Άγνωστος ο ποιητής του Ακάθιστου Ύμνου
Οι ερευνητές αναφέρουν ως δημιουργό του τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, τον διάκονο και ιαμβογράφο Γεώργιο Πισίδη, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό Α', τον μητροπολίτη Νικομηδείας Γεώργιο Σικελιώτη, την Κασσιανή και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο. Ωστόσο, η υψηλή του ποίηση κάνει ορισμένους να πιστεύουν ότι θα μπορούσε ο άγιος και κορυφαίος υμνογράφος της Εκκλησίας, Ρωμανός ο Μελωδός, να είναι πιο κοντά στο πνεύμα του ύμνου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι κοντάκιο
Κοντάκια ονομάζονταν οι ολόκληροι ύμνοι. Η ονομασία κοντάκιο δόθηκε πιθανότατα από το κοντό ξύλο που τύλιγαν την περγαμηνή που περιείχε τον ύμνο. Το πρώτο τροπάριο ονομάζεται προοίμιο και εκείνα που ακολουθούν ονομάζονται οίκοι. Ο Ακάθιστος Ύμνος περιέχει 24 οίκους.
Πώς συνδέεται ο Ακάθιστος Ύμνος με τη σωτηρία της Πόλης
Πώς συνδέεται όμως αυτό το μνημείο τελειότητας της εκκλησιαστικής μας φιλολογίας με τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης; Η ιστορία εδώ διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και για τη θέση που έλαβε ο Ακάθιστος Ύμνος στην ψυχική ανάταση των πιστών, που μέχρι και σήμερα προκαλεί συγκίνηση όταν ακούγεται στους ναούς.
Μία από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της βυζαντινής ιστορίας είναι η συνδυασμένη επίθεση των Αβάρων και των Περσών εναντίον της Κωνσταντινούπολης τον Αύγουστο του 626 μ.Χ. κι ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία εναντίον των Περσών. Οι Βυζαντινοί επικράτησαν και απέδωσαν τη νίκη τους στην Παναγία, στην οποία αφιέρωσαν τον «Ακάθιστο Ύμνο».
Όταν ο Ηράκλειος ανέλαβε την εξουσία στο Βυζάντιο (610 μ.Χ.), η αυτοκρατορία βρισκόταν σχεδόν υπό κατάρρευση από την άφρονα διακυβέρνηση του στρατηγού Φωκά. Οι Σλάβοι άρχισαν να γίνονται και πάλι απειλητικοί, όπως και οι Άβαροι, νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής που είχε εγκατασταθεί στις ουγγρικές πεδιάδες.
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος, όμως, εξακολουθούσε να είναι οι Πέρσες, που διά του βασιλιά τους Χοσρόη Β’ ήθελαν να διώξουν τους Βυζαντινούς από την Ανατολική Μεσόγειο. Το 614, μάλιστα, κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ και μετέφεραν τον Τίμιο Σταυρό στην πρωτεύουσά τους.
Μία από τις πρώτες προτεραιότητες του νέου αυτοκράτορα ήταν το ξεκαθάρισμα των σχέσεων Βυζαντίου και Περσίας. Η απόφασή του ήταν να τις λύσει με τα όπλα και γι’ αυτόν τον λόγο συγκρότησε ισχυρό στρατό. Προσέδωσε, μάλιστα, στην εκστρατεία του χαρακτήρα ιερού πολέμου, αφού το σύμβολο του χριστιανισμού βρισκόταν ακόμα σε χέρια απίστων. Πρώτα, όμως, φρόντισε να κλείσει συμφωνία με τους Αβάρους για να έχει τα νώτα του καλυμμένα.
Ο πόλεμος με τους Πέρσες κράτησε έξι χρόνια (622-628) και ήταν μία σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Ο Χοσρόης δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια και για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο, ήρθε σε συμφωνία με τον χαγάνο (ηγεμόνα) των Αβάρων για κοινή δράση εναντίον των Βυζαντινών.
Πράγματι, στις αρχές Μαΐου του 626 οι Άβαροι, συνεπικουρούμενοι από σλαβικά φύλα –Χρωβάτες (Κροάτες) και Σέρβους– πολιόρκησαν κατ’ αρχάς τη Θεσσαλονίκη επί 33 ημέρες και, αφού απέτυχαν, στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, έξω από τα τείχη της οποίας έφτασαν στις 29 Ιουνίου. Το ίδιο διάστημα έφτασε από τη Μικρά Ασία και μία περσική στρατιά υπό τον Σαρβαραζά, η οποία στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα. Η Πόλη κλείστηκε από παντού.
Η επίθεση των Αβάρων
Στις 30 Ιουλίου, οι Άβαροι έστησαν πολιορκητικά μηχανήματα και την επομένη άρχισαν την επίθεση. Η δύναμη που παρέταξαν αριθμούσε από 80.000 έως 2.500.000 άνδρες, σύμφωνα με διάφορες πηγές. Το πιθανότερο, όμως, ήταν να μην ξεπερνούσαν τους 150.000 άνδρες.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τους πολιορκουμένους, καθώς ο Ηράκλειος βρισκόταν εκτός της Κωνσταντινούπολης, πολεμώντας τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Στη θέση του είχε αφήσει τον ανήλικο γιο του, Κωνσταντίνο, τον οποίο επιτρόπευαν ο Πατριάρχης Σέργιος και ο μάγιστρος Βώνος.
Από την πρώτη στιγμή της πολιορκίας, οι Βυζαντινοί, γνωρίζοντας τον άπληστο χαρακτήρα του χαγάνου, προσπάθησαν να τον δελεάσουν με χρήματα και χρυσό. Αυτός παρέμεινε ασυγκίνητος και ζητούσε μετ’ επιτάσεως την παράδοση της Πόλης. Είχε, φαίνεται, τους λόγους του, καθώς οι Βυζαντινοί υποδαύλιζαν με διάφορους τρόπους τις τάσεις ανεξαρτησίας που επιδείκνυαν οι Σλάβοι έναντι των Αβάρων.
Ο χαγάνος σε μία κίνηση αντιπερισπασμού έριξε μέσα στον Κεράτιο κόλπο μονόξυλα πλοιάρια, τα οποία είχαν κατασκευάσει Σλάβοι, προκαλώντας αναταραχή στους Βυζαντινούς. Στις 3 Αυγούστου έριξε και τα υπόλοιπα μονόξυλα που διέθετε στον Βόσπορο, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποβατικά για τη μεταφορά των περσικών δυνάμεων.
Στις 6 Αυγούστου, οι Άβαροι επιτέθηκαν σε ένα ασθενές τμήμα των τειχών της Κωνσταντινούπολης και κατέλαβαν την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, στην οποία οχυρώθηκαν. Την επομένη, το κατασκοπευτικό δίκτυο των Βυζαντινών είχε μία μεγάλη επιτυχία. Πληροφορήθηκε το σύνθημα της επίθεσης των σλαβικών πλοιαρίων, που ήταν το άναμμα πυράς από μία συγκεκριμένη θέση, που ονομαζόταν «Πτερόν».
Ο Βώνος έδωσε διαταγή να ανάψουν φωτιές στη θέση «Πτερόν», οι οποίες προκάλεσαν την άκαιρη επίθεση των σλαβικών πλοιαρίων και, καθώς ήταν προετοιμασμένοι, οι Βυζαντινοί κυριολεκτικά τα αποδεκάτισαν. Την ίδια τύχη είχαν και τα μονόξυλα που μετέφεραν Πέρσες στρατιώτες από τη Χαλκηδόνα, τα οποία βυθίστηκαν από το βυζαντινό ναυτικό. Γύρω στους 4.000 Πέρσες έχασαν τη ζωή τους.
Η νίκη που αποδόθηκε στην Παναγία
Οι πολιορκημένοι πήραν θάρρος και από την πληροφορία ότι πλησιάζει με στρατό ο αδελφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος. Βγήκαν από τα τείχη και πέρασαν στην αντεπίθεση. Ο χαγάνος έλυσε την πολιορκία και με τον στρατό του αποχώρησε. Από τότε, οι Άβαροι δεν ξαναενόχλησαν τους Βυζαντινούς και εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα της αυτοκρατορίας. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της περσικής στρατιάς Σαρβαραζάς «επέστρεψε μετ’ αισχύνης» στην πατρίδα του, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.
Η θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών αποδόθηκε στην Παναγία. Ο Πατριάρχης, ο νεαρός Κωνσταντίνος, με όλους του επισήμους και τον λαό πήγαν στον ναό Παναγίας των Βλαχερνών και όλοι όρθιοι έψαλλαν τον λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους στην «Τη υπερμάχω στρατηγώ».
Κώστας Παππάς