Γιατρέ μου, εμβολιάστηκα με Pfizer. Και νιώθω υπέροχα, ούτε συμπτώματα, ούτε παρενέργειες, ούτε τίποτα. Χαρά Θεού. Σας παίρνω όμως στο τηλέφωνο, την ίδια στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, για να σας κάνω μιαν απλή ερώτηση: Μετρώ 15 ώρες από τον εμβολιασμό μου και δεν έχω νιώσει τίποτα άβολο, ασυνήθιστο, ή δυσάρεστο και δεν κρατιέμαι, θέλω να το μοιραστώ. Κάνω καλά ή μήπως είναι ακόμη νωρίς και χαίρομαι τσάμπα;
Σας καλώ στο τηλέφωνο, αλλά αντί για εσάς αποκρίνεται ένας ψυχρός, απρόσωπος τηλεφωνητής. Οπότε, αφού απάντηση στη μικρή μου απορία δεν παίρνω θα διηγηθώ σ αυτό το άψυχο κατασκεύασμα την εμπειρία μου από το εμβολιαστικό κέντρο, κι όσο γράψει η κασέτα.
Πρώτα από όλα δεδομένου ότι, η… βόλτα μου ως το εμβολιαστικό κέντρο του Ελληνικού, ήταν μια από τις ελάχιστες εξόδους μου τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, θα μπορούσα να την εκλάβω ως… μέγα κοσμικό γεγονός. Πολύς κόσμος, ρε παιδιά. Για μια στιγμή νόμιζα ότι βρίσκομαι σε φιέστα τίτλου του Ολυμπιακού, ή σε κάποια συγκέντρωση του Καραμανλή ή του Αντρέα, πίσω στα καλά χρόνια, ή ότι περίμενα στην ουρά κάποιο συσσίτιο, στα πιο πρόσφατα κακά, μνημονιακά χρόνια. Όμως, όχι. Ήταν 9.00 η ώρα το βράδυ, μιας ζεστής μαγιάτικης νύχτας κι όλοι εμείς οι στοιχισμένοι, περιμέναμε να κάνουμε το πρώτο βήμα για να ξαναβγούμε στην κανονική ζωή.
Πέρασα τον τυπικό έλεγχο -όντας απύρετος- και προχώρησα στα ενδότερα. Έκατσα σε μια καρέκλα. Αριστερά μου, σε μια γιγαντοοθόνη, έπαιζε σε διαρκή λούπα το σποτ, όπου ο Γιάννης ο Αντετοκούμπο παίζει άμυνα κατά του… κορονοιού. Δεξιά μου πίσω από τους ανθρώπους της ασφαλείας, βολτάριζε κι ένας φαντάρος – έλα Χριστέ και Παναγιά… Με τα πολλά με φώναξε ένας ευγενέστατος γιατρός . «Παίρνετε χάπια;», με ρώτησε . «Τι είναι αυτά που ρωτάς Χριστιανέ μου; Τη βγάζεις καθαρή χωρίς χάπια στην Ελλάδα του σήμερα;
Με το Χρυσοχοΐδη υπουργό Προστασίας του πολίτη ένα ηρεμιστικούλι, ή ένα χάπι για την υπέρταση το έχεις πάντα στην καβάτζα», απάντησα χαμηλόφωνα κι αυτός που άκουσε όχι με μεγάλη προσπάθεια, χαμογέλασε με έγραψε σε ένα τεφτέρι και η διαδικασία προχώρησε. Μια πανέμορφη νοσοκόμα – ή κάτι τέτοιο – με εμβολίασε. Είχε ένα χέρι πούπουλο και δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Αφήστε που η κυρία ήταν τόσο αξιοσημείωτη που μου ερχόταν να της πω: «Αν θέλετε μπορώ να έρθω και αύριο να με ξαναεμβολιάσετε. Αρκεί να είστε εσείς. Και αύριο… και μεθαύριο… και κάθε μέρα».
Απόλαυση ήταν… Και τώρα πια είμαι και εμβολιασμένος – άρα έτοιμος να βγω με μετρημένη προσοχή, αλλά γενικώς άφοβα, σε λίγες μέρες στις πλαζ… Να είναι καλά οι άνθρωποι στο εμβολιαστικό κέντρο που πράγματι κάνουν τη δουλειά με τάξη, οργάνωση και σωστή μεθοδολογία – και μιλώ απολύτως σοβαρά. Αλλά κι εκείνη η νοσοκόμα που, τώρα που φαίνεται, πως πάμε σε αίσιο τέλος με την πανδημία λέω να ξανακάνω το εμβόλιο για τον ‘’κοκίτη’’ , μήπως και την ξανασυναντήσω.
Και τώρα το πραγματικό ρεζουμέ… Απλό, ακίνδυνο και σωτήρια αναγκαίο το εμβόλιο για τον κορονοϊό είναι όπλο ζωής. Μη διστάζετε. Μην το σκέπτεστε. Τώρα πια σας μιλώ εκ πείρας. Ο τηλεφωνητής του γιατρού μου, μόλις… μπούκωσε.