Την εποχή που άρχισε να φαίνεται ξεκάθαρα η ραγδαία φθορά της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, μεταξύ των ετών 2010 – 2011, φέρνει στο μυαλό η εικόνα που, τον τελευταίο καιρό, βγάζει προς τα έξω η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μέρα με τη μέρα η προβληματική κατάσταση που «ρέει» με ρυθμό χείμαρρου από τα τωρινά κυβερνητικά πόστα, γίνεται ολοένα και πιο εμφανής, παρά τις τιτάνιες προσπάθειες ωραιοποίησης που καταβάλουν παπαγαλάκια και φερέφωνα.
Δεν είναι μόνο οι κυβερνητικοί τριγμοί που ακούγονται πια, πολύ έντονα, με διάφορες αφορμές
Είναι και τα λάθη της … στιγμής που δημοσιοποιούνται πια, πιο εύκολα και εκθέτουν υπουργούς, αλλά και η πολιτική ανεπάρκεια κάποιων… «μεταγραφών», ειδικά κάποιες από αυτές που προέρχονται από την «απολιτίκ» σχολή, στις οποίες προχώρησε με εξαιρετικά θορυβώδη τρόπο η σημερινή ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος έχουν περάσει … πολύ κάτω από τον πήχη των προσδοκιών.
Την ίδια ώρα, οι αρχικοί ψίθυροι δυσφορίας, γαλάζιων στελεχών, για τον απροκάλυπτο πολιτικό γάμο με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ έχουν μετατραπεί σε ηχηρή –και μάλιστα όλο και πιο μαζικά εκπεφρασμένη– θέση ομάδας στελεχών.
Η διαχείριση της πανδημίας δεν έχει, πλέον, «πανηγυρικό» πρόσημο –ειδικά όταν οι ευσεβείς πόθοι των κυβερνητικών στελεχών συναντώνται με την σκληρή πραγματικότητα όχι μόνον των αποτελεσμάτων, αλλά και των απόνερων της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης.
Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις στελεχών σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες, φαντάζουν πια «βουνό». Πιο εμφατικό όλων το πιο πρόσφατο παράδειγμα της συνεπιμέλειας, όπου οι προσωπικότητες των «αντιρρησιών» – της Μαριέττας Γιαννάκου και της Όλγας Κεφαλογιάννη– επισκίασαν την πλειοψηφία.
Η ακινησία που καταγράφεται σε κομβικούς τομείς στο κυβερνητικό έργο λόγω προαναγγελμένων διαφωνιών, είναι παροιμιώδης
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, όπως σε αυτήν της ολοκλήρωσης των διαδικασιών γα την απόλυτη ισχύ της συμφωνίας των Πρεσπών, όπου η πλευρά Σαμαρά έχει υψώσει «επαναστατικό λάβαρο», δεν δυσλειτουργεί μονάχα η κυβέρνηση αλλά εκτίθεται διεθνώς η χώρα.
Τα στοιχήματα της καθημερινότητας, με κορωνίδα την ασφάλεια του πολίτη, χάνονται με μορφή ντόμινο και υπερπροβεβλημένοι υπουργοί –όπως ο κ. Χρυσοχοΐδης– αποδεικνύονται απλώς υπερεκτιμημένοι, καθώς ενώ η κοινωνία πονά στον τομέα της αρμοδιότητας τους, εκείνοι υπογράφουν τη φύλαξη των «Φουρθιώτηδων» και αφήνουν τους πολίτες έρμαιο των διαθέσεων των επαγγελματιών του εγκλήματος.
Την ίδια ώρα, «ο πιο σημαντικός υπουργός παγκοσμίως με όρους ναυτιλίας» όπως αυτοαποκλήθηκε ο Γιάννης Πλακιωτάκης με περίσσια αλαζονεία, έμεινε «άφωνος» όταν κατά τη διάρκεια συνέντευξη που παραχωρούσε στο ξένο ειδησεογραφικό Δίκτυο EIC (European Investigative Collaboration), κλήθηκε από τους δημοσιογράφους να σχολιάσει τις προσβλητικές δηλώσεις του εφοπλιστή, Πάνου Λασκαρίδη, για την ελληνική κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Κι όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης ενός ανεπαρκέστατου επικοινωνιακού επιτελείου, το οποίο κάθε άλλο παρά προσθέτει πόντους σε μια κυβέρνηση που συχνά - πυκνά δοκιμάζεται.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα αυτά τα δείγματα παρακμής καταγράφονται τόσο από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, όσο και στις αντιδράσεις των πολιτών, σε μια εποχή μάλιστα που ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, μοιάζει ακόμη ανέτοιμος να «απορροφήσει» τη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης.
Για αυτό και το ενδεχόμενο επιτάχυνσης των πολιτικών εξελίξεων –με άλλα λόγια η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες– που άλλοτε ήταν προνομιακό πεδίο στο οπλοστάσιο του Κυριάκου Μητσοτάκη, τώρα δείχνει να εξελίσσεται σε επιλογή «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».
Δεν είναι όμως αμελητέος ο αριθμός των εκτιμήσεων που λένε ότι ανεξάρτητα με τη δυναμική των πολιτικών δυνάμεων μπορεί να μην είναι μακριά ο χρόνος που η προσφυγή στις κάλπες δεν θα είναι επιλογή, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά αναγκαστικός μονόδρομος.