«Εγώ έμαθα τον Γούντι Άλεν να γράφει» είπε μια μέρα του 1997 ο Χάρρυ Κλυνν στον φίλο και κουμπάρο του, κορυφαίο θεατρικό συγγραφέα Γιάννη Καλαμίτση, μέσα στα τότε στούντιο του ραδιοφώνου του ΑΝΤ1 στον Παράδεισο Αμαρουσίου. Και μπορεί να ακούγεται ως λεκτική υπερβολή, όταν όμως ακούς με τα αυτιά σου τον ίδιο τον Γούντι Άλεν να το επιβεβαιώνει, απλώς υποκλίνεσαι.
Έμεινε στην ιστορία με το όνομα Χάρρυ Κλυνν, το οποίο διάλεξε για να αποτελέσει το αντίβαρο του «Dirty Harry», που τότε μεσουρανούσε στα κινηματογραφικά πράγματα, παίρνοντας σάρκα και οστά από τον Κλιντ Ίστγουντ. Και έχτισε μια καλλιτεχνική «περσόνα» που δεν μετείχε απλώς στα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής του, αλλά άφησε αθάνατο πολιτισμικό χνάρι.
Όταν ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης πάτησε το πόδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν σίγουρος για ένα πράγμα. Δεν ήθελε να γίνει ένας ακόμη μετανάστης που θα προσάρμοζε τα βήματά του στη βούληση της μοίρας του, αλλά να φτιάξει ο ίδιος το μέλλον του. Οι δυο ταινίες που είχε κάνει μέχρι τότε στην Ελλάδα, «Τα 201 καναρίνια» και τη μεγάλη επιτυχία του Βασίλη Γεωργιάδη «Γάμος αλά... ελληνικά», είχαν στείλει τους οιωνούς για έναν εκκολαπτόμενο πολύ σημαντικό καλλιτέχνη. Και ο δαιμόνιος Πόντιος δεν άφησε καμιά ευκαιρία να «πέσει κάτω», δεν έκανε τίποτα τυχαία.
Έχοντας ξεκινήσει την καριέρα του στο βαριετέ των αναψυκτηρίων και στα καμπαρέ της Αθήνας, όπου άρχισε να γίνεται γνωστός, μεγαλούργησε στις μπουάτ της Πλάκας κι αργότερα στο θέατρο. Στους χώρους στους οποίους εμφανίστηκε, διαμόρφωσε τους υποκριτικούς του κώδικες, έχοντας ως πλεονεκτήματα την ικανότητά του στον αυτοσχεδιασμό και την ευφυή χρήση της εύπλαστης σε μούτες φυσιογνωμία του. Σταδιακά έδωσε στη σάτιρα ειδικό βάρος, θεσμική υπόσταση, μια και από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ως και την αυγή του 21ου αιώνα κάθε του κουβέντα, κάθε του σχόλιο, όσο γλαφυρά κι αν ήταν δοσμένο, είχε πολιτικό αντίκτυπο.
Γιατί ο Χάρρυ Κλυνν, πέρα από αναμορφωτής της σάτιρας και αναγεννητής του θεατρικού είδους της επιθεώρησης, ήταν ένα βαθιά πολιτικό ον. Άφηνε παντού σημάδια του στη δημιουργία. Ήξερε πού θα βάλει την κάθε λέξη, έτσι που ακόμη κι όταν έβριζε, έντυνε τη βρισιά με χιούμορ εσώψυχο κι έτσι το δίκιο του δεν το 'χανε.
Έχει μείνει στην ιστορία η σύγκρουσή του με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος του έκανε αγωγή γιατί αναγνώρισε τον εαυτό του σε έναν χαρακτηρισμό που είχε χρησιμοποιήσει σε μια παράσταση. Πέρα από όλα αυτά, όμως, ο Χάρρυ Κλυνν ήταν ένας υπερήφανος Πόντιος, που έδινε την ψυχή του για τη γη της ρίζας του, τα έθιμα και τα σύμβολά της.
Γεννημένος στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης από οικογένεια Ποντίων προσφύγων, δεν έπαψε ποτέ να υπερτονίζει αυτό το σημείο αναφοράς. Ανέλαβε, μάλιστα, το 1980 τις τύχες της ποδοσφαιρικής ομάδας της γενέτειράς του, του Απόλλωνα Καλαμαριάς, ενώ το 1988 εκλέχτηκε πρόεδρος της ΕΠΑΕ, όπου διακρίθηκε για την ιδιαίτερα μαχητική στάση του έναντι της πολιτείας.
Πολιτικά και κοινωνικά ενεργός, δραστηριοποιήθηκε σε θέματα ποντιακής ομογένειας, ενώ είχε διεκδικήσει δύο φορές τον Δήμο Καλαμαριάς, το 2006 και το 2010 – την πρώτη φορά με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας και τη δεύτερη ως ανεξάρτητος. Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος και παρέμεινε επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης από το 2006 έως το 2014.
Στη δύση της ζωής του ο Χάρρυ Κλυν χτυπήθηκε άγρια από τη μοίρα. Τη χαριστική βολή τού έδωσε η απώλεια του γιου του Νίκου, ενός από τα τρία του παιδιά, το 2016. Ύστερα από αυτό ο Χάρρυ Κλυνν έδειξε ότι παραιτήθηκε από τη ζωή. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 21 Μαΐου 2018, σε ηλικία 78 ετών.