Σαν σήμερα, το 1913, πρωτοείδε το φως της ημέρας ο μεγάλος μας ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος στην ξακουστή –και ως τόπος εξορίας του Μίκη Θεοδωράκη– Ζάτουνα Αρκαδίας. Αρκεί η διήγηση μιας μονάχα ιστορίας για τον ασυμβίβαστο σοφό μάγκα του θεάτρου μας για να αποτυπώσουμε την προσωπικότητά του και την πίστη στις αρχές του που δεν υπέστειλε ποτέ.
Τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1944, συνέχεια των Δεκεμβριανών, δεν αποτέλεσαν εορταστική περίοδο για την Ελλάδα
Αντιθέτως, ήταν ο χρονικός και ιστορικός κόμβος που επικύρωσε την τάφρο που άνοιξε και επί της ουσίας δίχασε σε απόλυτο βαθμό την Ελλάδα κι έμεινε χαοτικά ανοιχτή, όσο και απροσπέλαστη, για δεκαετίες. Κι ήταν πολλοί εκείνοι που πέρασαν τη βάσανο της δοκιμασίας, άλλοι άντεξαν και μετέφεραν την αφήγησή τους μέχρι σήμερα, ως πολύτιμη παρακαταθήκη, ένα ιστορικό φυλακτό στις επόμενες γενιές Ελλήνων, άλλοι όχι…
Άφησαν τη ζωή τους, την ίδια τους τη βιολογική ύπαρξη, μαρτυρικό ενθύμιο μιας μαύρης σελίδας που δεν πρέπει ποτέ να σκίσουμε… Ανάμεσα σε αυτούς που άντεξαν και μετέφεραν την πολύτιμη μαρτυρία και πολλοί εκ των υστέρων διάσημοι καλλιτέχνες. Από το πλήθος των ιστορικών θησαυρών ξεχωρίζει σίγουρα η μαρτυρία του αγαπημένου ηθοποιού Μίμη Φωτόπουλου. Τον οποίο κάρφωσε κάποιος καλοθελητής τις μέρες των Χριστουγέννων, με αποτέλεσμα η παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1945 να τον βρει αιχμάλωτο, στον δρόμο για το αιγυπτιακό στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα.
Ο Μίμης Φωτόπουλος, ένας τεράστιος ηθοποιός που κουβάλησε στις ερμηνείες του τις «ανάσες» του μέσου Έλληνα, τα χνάρια της κοινωνίας, με όλες της τις μεταλλάξεις, όπως ο ίδιος τις βίωνε, δεν ήταν ένας απλός ηθοποιός.
Ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος, ένας καθαρόαιμος διανοούμενος του θεάτρου και του κινηματογράφου, που κατέθετε ιδέες και ιδανικά σε όλες τις μορφές τέχνης που υπηρέτησε – και δεν ήταν λίγες. Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος… Βίωσε στο πετσί του, από πρώτο χέρι, τη φτώχεια, την προδοσία, την εξορία κι όλα όσα τον σημάδεψαν, χωρίς όμως να τον «καταφέρουν» να υπαναχωρήσει από τις αρχές και τις αξίες του…
Ο γεννημένος στη Ζάτουνα Αρκαδίας –τόπο εξορίας αργότερα του Μίκη Θεοδωράκη– στο δύσκολο 1913 Φωτόπουλος, επαναστατικό πνεύμα, ανοιχτό μυαλό και φιλομαθής φύση από τα πρώτα παιδικά του χρόνια, είχε πάντοτε πολιτικό αποτύπωμα στα βήματά του.
Οι «Ηνωμένοι Καλλιτέχνες», η ομάδα ηθοποιών στην οποία εντάχθηκε στα 31 του χρόνια, ήταν η πρωτοβουλία των προοδευτικών καλλιτεχνών που προέτασσαν μέσα από τα έργα τους τις ιδέες της Αριστεράς. Ως μέλος αυτού του θιάσου συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα.
Ήταν η «κοιτίδα» των ηθοποιών, μέσα από την οποία ο Αλέκος Αλεξανδράκης «έχτισε» τη μυθική «Συνοικία το όνειρο».
Ο Μίμης Φωτόπουλος, λοιπόν, υπηρετούσε τις αρχές του και δεν δίσταζε μπρος στην πιθανότητα να πληρώσει το κόστος αυτής της θαυμαστής ιδεολογικής του συνέπειας. Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, οι Βρετανοί έκαψαν το σπίτι του, με αποτέλεσμα αυτός και ο αδελφός του να βρεθούν στον δρόμο.
Μια από τις μεγαλύτερες «πληγές» που του άφησε η τεράστια αυτή καταστροφή ήταν ότι από αυτή την πύρινη λαίλαπα δεν γλίτωσαν τα 2.000 πολύτιμα βιβλία που ο Μίμης έπαιρνε από το απόλυτο υστέρημά του. Κι αυτή την πληγή την κουβαλούσε μέχρι που έφυγε από τη ζωή το 1986.
Η δεύτερη μεγάλη πληγή ήταν ότι μια πισώπλατη μαχαιριά «συναδέλφου» του τον οδήγησε στις αιγυπτιακές φυλακές της Ελ Ντάμπα, μετά τη σύλληψή του από τους Βρετανούς. Ο ίδιος περιέγραψε αυτή την περιπέτεια στα βιβλία του «Ελ Ντάμπα» και «Το ποτάμι της ζωής μου».
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1945 ο Φωτόπουλος επισκέφθηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά. Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του «Το ποτάμι της ζωής μου»: «Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μού χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να με στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε»... Αυτό το μπουντρούμι ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός πριν από την Ελ Ντάμπα.
Στην Ελ Ντάμπα ο «σοφός μάγκας» του θεάτρου μας έγραψε… Ποιήματα… Πεζά… Ημερολόγιο… Δεν λύγισε ποτέ από τις κακουχίες, και αυτές ήταν πολλές… Δεν συγχώρεσε ποτέ το «καρφί», μα δεν έπαψε ποτέ να αγαπά την Ελλάδα, να προσφέρει στην πατρίδα και να υπερασπίζεται τον λαό της…
Πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα έκανε στο 1932, σε ηλικία 19 ετών, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με τον θίασο Κουνελάκη. Δύο χρόνια αργότερα αναχώρησε για την πρώτη του περιοδεία, με τον θίασο «Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ. Λίγο πριν από τον πόλεμο του '40 έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τον χώρο του βαριετέ και το θέατρο της Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές ηθογραφίες.
Από το 1960 ασχολήθηκε με επιτυχία και με τη σκηνοθεσία
Τελευταία φορά εμφανίστηκε στο θέατρο το 1984, μαζί με τον Λάκη Λαζόπουλο, στην επιθεώρηση «Μια στο Καστρί και μια στο πέταλο». Ξεχώρισε για το εντελώς προσωπικό λαϊκό ύφος και τους έξυπνους και πάντα εύστοχους αυτοσχεδιασμούς του.
Όπως όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί της γενιάς του, ο Μίμης Φωτόπουλος έκανε λαμπρή καριέρα και στον ελληνικό κινηματογράφο
Πρώτη του ταινία ήταν η «Μαντάμ Σουσού» το 1948. Συνολικά, έλαβε μέρος σε 101 ταινίες, σε δύο από τις οποίες είχε γράψει και το σενάριο: «Προπαντός ψυχραιμία» (1951) και «Μια νταντά και τέζα όλοι» (1971). Μεγάλος επιτυχίες θεωρούνται οι ταινίες «Ο γρουσούζης» (1952), «Το σωφεράκι» (1953), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Κάλπικη λίρα» (1955), «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Ο Πατούχας» (1972) κ.ά. Εκτός από τη μεγάλη οθόνη, εμφανίστηκε και στη μικρή, στην τηλεοπτική σειρά «Ο θείος μας ο Μίμης», που προβλήθηκε από την ΕΡΤ2 το 1984.
Πέθανε ξαφνικά, από ανακοπή καρδιάς, στις 29 Οκτωβρίου 1986.