«Το θέατρο είναι η γυναίκα μου. Το απάτησα με τον κινηματογράφο, τον οποίον αργότερα απάτησα με την Τηλεόραση», συνήθιζε να λέει ο Αλέκος Σακελλάριος, περιγράφοντας μια διαδρομή ζωής που μπορεί να ξεκίνησε με μπόλικες δυσκολίες, στην πορεία όμως είναι σαν να «βούτηξε στο όνειρο του» και να έγινε ένα πράγμα – ζωή και όνειρο, αξεχώριστα. Κάθε φορά που γράφεται ένα κείμενο για τον Σακελλάριο, είναι σαν οι αράδες να πασχίζουν να συναντήσουν τον πατέρα τους. Ο Αλέκος που «βγήκε από τον παράδεισο» αυτό που στην πραγματικότητα δεν αποχωρίστηκε ποτέ ήταν η πένα – αυτή ήταν η αναπόσπαστη συνοδοιπόρος της ζωής του, ακούραστη και πάντοτε αιχμηρή.
Μην ψάχνετε κάποια επετειακή αφορμή για την οποία γράφεται αυτό το κείμενο – δεν θα βρείτε. Δεν χρειάζεται κάποια επέτειος για να γράψεις για τον κορυφαίο των Ελλήνων γραφιάδων, που δεν έψαξε, δεν ανέλυσε, δεν κατανόησε μονάχα την Ελληνική κοινωνία, την επηρέασε κιόλας – και εξακολουθεί να την επηρεάζει κι ας έχουν περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια από το θάνατο του. Διακόσια θεατρικά έργα, εκατόν – τριάντα σενάρια για τον κινηματογράφο, χίλια πεντακόσια τραγούδια, τέσσερις χιλιάδες δημοσιογραφικά κομμάτια – χρονογραφήματα, ρεπορτάζ, συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Ναι. Η παρακαταθήκη του είναι συμβολή, αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού, του σύγχρονου Ελληνικού πνεύματος.
Ο «Κυρ – Αλέκος» θα ξανάρχεται πάντοτε σε μνήμες, όνειρα, χαρές και λύπες.
Όλα ξεκίνησαν από μια γειτονιά της Αχαρνών. Εκεί που ο Αλέκος παρά το γεγονός ότι ήταν από την πλευρά της μητέρας του, απευθείας απόγονος του μεγάλου Εθνικού Ευεργέτη Ευάγγελου Ζάππα, έζησε ζορισμένα παιδικά χρόνια. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να φιλοτεχνεί όνειρα και σταδιακά να τα πραγματοποιεί. Τρία σημεία εκκίνησης μπορούμε να εντοπίσουμε για την πορεία του κυρ – Αλέκου. Μια αλάνα που οι πιτσιρικάδες έπαιζαν ποδόσφαιρο , σχεδόν απέναντι από το τότε θέατρο «Ρεκόρ», το όγδοο γυμνάσιο Αθηνών, (όπου ήταν συμμαθητής του Κωνσταντίνου Καραμανλή) εκεί που ο Αλέκος έγραφε στίχους για τους πρώτους έρωτες, την ώρα της παράδοσης και εξέδωσε την δημοφιλή μαθητική εφημερίδα «Μαθητής» που στην αρχή την έγραφε μόνος του και τη διάβασαν οι συμμαθητές του, με τη βοήθεια του φίλου του Παρθενόπουλου που εισέπραττε το αντίτιμο των 50 λεπτών για την ανάγνωση κι ύστερα εκδόθηκε στο εντυπωσιακό τιράζ των 4000 φύλλων και τα γραφεία της Καθημερινής, όπου ο Γεώργιος Βλάχος του ανέθεσε αμέσως στήλη στην Κυριακάτικη φιλολογική Καθημερινή, από όπου ο Σακελλάριος αποχώρησε τσαντισμένος όταν ο αρχισυντάκτης Χουρμούζιος του πείραξε κάτι στίχους. Τη δημοσιογραφία και τις εφημερίδες όμως δεν την άφησε ποτέ. Όσο κι αν έλαμψε στο θέατρο και στο σινεμά δεν έπαψε να αρθρογραφεί για περισσότερα από 50 χρόνια.
Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν, χωρίς υπερβολή, ένας σύγχρονος Αριστοφάνης. Γιατί συνδύαζε την αιχμηρή πένα και το ακατέργαστο χιούμορ, πηγαίο κι ατέλειωτο, με το χωρίς δισταγμό πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο σε εποχές πολύ δύσκολες. Κι όλα αυτά με μια συγκλονιστική κοινωνική γνώση και με ένα ζηλευτό μέτρο. Για αυτό και ήταν ο κορυφαίος των ομοτέχνων του. Αυτός που στο πρώτο του βήμα έκανε να γράψει το πρώτο χρονογράφημα που του ανετέθη για την εφημερίδα «Ασύρματος», τέσσερις ολόκληρες μέρες, γρήγορα έφτασε να γράφει εμπνευσμένα «πεντακοσάρια» κομμάτια σε 15 λεπτά! Έγραψε την μουσική ηθογραφία «Ο Βασιλιάς του Χαλβά», μαζί με τον Βασιλειάδη, σε μόλις δυο μέρες (!), το ίδιο και το πρώτο κινηματογραφικό του σενάριο για τον Φίνο – το «Παπούτσι από τον τόπο σου».
Πήγε τα πρώτα νούμερα επιθεώρησης, στον μεγάλο σταρ της εποχής, Πέτρο Κυριακό γραμμένα σε… Πακέτα τσιγάρων – κι εκείνος παρότι αγανάκτησε με το … «θράσος του μικρού», αντί να τα πετάξει… τα έπαιξε όλα ! Κι ύστερα έγιναν φίλοι. Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν ο πρώτος που έβαλε το σκληρό πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο, στην κωμωδία: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», (1948), «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Δεσποινίς ετών 39» (1952) , αλλά και τα «Καλώς ήλθε το δολάριο» (1967), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Όταν λείπει η γάτα» (1962), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Η Ρένα είναι οφ- σάιντ», κωμωδίες όλες, αλλά ενδεικτικές, μνημεία και υποδείγματα πολιτικού τρόπου γραφής. Στο Σακελλάριο χρωστάμε τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς της μεγάλης εποχής: Την Ειρήνη Παππά, τον Νίκο Ρίζο, τη Γεωργία Βασιλειάδου, το Μίμη Φωτόπουλο, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Σμαρούλα Γιούλη, τη Σπεράτζα Βρανά, αλλά και την κινηματογραφική στράτα του τεράστιου Λογοθετίδη.
Κι αργότερα τις μεγαλύτερες Ελληνίδες σταρ, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη. Ό,τι και να γράψεις για τον Αλέκο Σακελλάριο, όσο συχνά και να το κάνεις φαντάζει λίγο. Και για τούτο ο «Κυρ – Αλέκος» θα ξανάρχεται πάντοτε σε μνήμες, όνειρα, χαρές και λύπες. Και θα είναι πάντοτε το ίδιο πολύτιμος …