Λάμπρος Κωνσταντάρας: Ο τεράστιος θεατράνθρωπος που… δραπέτευσε από στρατιωτική σχολή

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε σαν σήμερα το 1913. Αθηναίος, ποντιακής καταγωγής και γαλλοθρεμμένος, είχε μια προσωπικότητα που αξίζει να καταπιαστείς...

Έχοντας γνωρίσει για λίγο αυτόν τον γίγαντα του θεάτρου που κάμποσες Κυριακές «έστρωνε» τον παππού μου στο τάβλι και οι φωνές όταν ένας από τους δυο «τσίμπαγε» τα ζάρια, «έδιναν σήμα» ότι το ματς «άναβε» κι έχοντας συνεργαστεί με το γιο και τον εγγονό του στο δημοσιογραφικό σινάφι, αλλά κυρίως θαυμάζοντας τον θεατράνθρωπο, έχω ένα χείμαρρο σκέψεων να βάλω σε τάξη γράφοντας για αυτόν.

Ήταν μια βραδιά θεατρικού θριάμβου από αυτές που ζούσε συχνά ο Λάμπρος Κωνσταντάρας...

Η πρεμιέρα του «Τι 30, τι 40, τι 50» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Μια κωμωδία που υποδέχθηκε σχεδόν πανηγυρικά το κοινό, στα 1972, λίγο αργότερα έγινε μαζί με το απολαυστικό «Κάτι κουρασμένα Παλικάρια» των ιδίων συγγραφέων, το πρόπλασμα του χαρακτήρα του «Λάμπρου Δόγκανου» του θρυλικού πια τηλεοπτικό «Εκείνες κι εγώ» που έμελλε να είναι η στερνή φορά που μεγαλούργησε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.

Λάμπρος Κωνσταντάρας

Μετά την πρεμιέρα ο θίασος Κωνσταντάρα – Ρίζου – Κοντού μαζεύτηκε για το καθιερωμένο τσιμπούσι, στην Πλακιώτικη «Κληματαριά». Κι εκεί ο Φρέντυ Γερμανός που συμμετείχε, στο φαγοπότι, ως καλός φίλος όλων των μελών του θιάσου παρατήρησε ότι ο άνθρωπος που λίγη ώρα πριν είχε κάνει το θέατρο να «πέσει από τα γέλια», ήταν μελαγχολικός.

«Δεν γελάς Λάμπρο… Γιατί;» ρώτησε ο σπουδαίος Φρέντυ, για να λάβει απρόσμενη απάντηση: «Ξεκουράζομαι από το πολύ γέλιο». Ο Φρέντυ έδειξε να κατανοεί τον παλιό του φίλο και δεν επέμεινε.

ο ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας

Αυτός ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας

Μεγάλος πλακατζής, αθυρόστομος, ψυχή της παρέας αλλά και συχνά – πυκνά μοναχικός, στις «δόσεις» που εκείνος νόμιζε σωστές. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι… Άρχισε να κλείνεται σταδιακά στον εαυτό του από τότε που άρχισε να τον παιδεύει το ζάχαρο, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Στη σκηνή όμως, το' σκαγε πάντα από το καβούκι του και «έγραφε» στιγμές καλλιτεχνικού μεγαλείου.

Ζούσε για αυτό ο Λάμπρος: Για το σανίδι… για τον κόσμο...

Κι όταν κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε πια για πολύ καιρό να είναι έτσι όπως ήθελε, κλείστηκε, αμετάκλητα στο σπίτι του στη Βουλιαγμένη, έβλεπε ελάχιστους ανθρώπους και τους έστελνε σαφές σήμα ότι πλησιάζουν οι τίτλοι τέλους.

ο μεγάλος Λάμπρος Κωνσταντάρας

Η ζωή του πέρασε από όλα τα στάδια

Από την προφανή οικονομική ευμάρεια που είχε για χρόνια εξασφαλίσει το ξακουστό χρυσοχοείο του πατέρα του, ως την οικονομική παρακμή που τον βρήκε στο Παρίσι που οι δικοί του ήθελαν να σπουδάσει την τέχνη για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση κι από τα… γκολποστ της ΑΕΚ και τη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, που είχε γραφτεί χωρίς τη δική του θέληση ως τη Δραματική Σχολή του Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Ζουβέ, που λειτουργούσε στο παρισινό θέατρο «Ατενέ» (Théâtre de l'Athénée), ο Λάμπρος Κωνσταντάρας «ζυμώθηκε» και εν τέλει ανεδείχθη σε έναν από τους κορυφαίους ηθοποιούς με όρια υπερθνικά. Αυτό ήθελε να κάνει και το έκανε με απόλυτη επιτυχία αυτός ο αληθινός επαναστάτης της γενιάς του.

ο μεγάλος ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας

Μεσουράνησε στο ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 καταγεγραμμένες παραστάσεις διαφόρων έργων, ξένων και ελληνικών. Εμφανίστηκε σε πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.

Ο Θανάσης Βέγγος και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας

Η πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα ήταν το καλοκαίρι του 1938 με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας στο έργο «Τα παράσημα της γριούλας» του Φ. Μπάρυ και η τελευταία τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα – Νίκου Ρίζου – Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη.

ο Λάμπρος Κωνσταντάρας

Για τη θεατρική του παρουσία χαρακτηρίστηκε ως ένας «υπέροχος ηθοποιός ρυθμού... (που) είχε σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου.... (με) τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων»...

ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με καπέλο

Γνωστός στο ευρύ κοινό έγινε κυρίως μέσα από τους ρόλους του στον κινηματογράφο, όπου πρωταγωνίστησε σε 78 ταινίες, και παραμένει ιδιαίτερα αγαπητός και δημοφιλής και στις νέες γενιές, δεδομένου ότι οι μεγάλες του επιτυχίες εξακολουθούν να παίζονται ασταμάτητα από τα τηλεοπτικά κανάλια. Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου και γυναικά («Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα», «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Η Βίλα των Οργίων», «Τι 30, τι 40, τι 50» κλπ.) ή του «πατέρα» αρκετών γνωστών σταρ της εποχής («Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Υιέ μου, υιέ μου» κλπ).

ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και η Αλίκη Βουγιουκλάκη

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε σύνολο σε 78 ελληνικές ταινίες, σε τέσσερις που γυρίστηκαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1930 («Αν ξανανεβούμε προς τα Ηλύσια Πεδία», «Σχολείο γυναικών», «Κουρσάρος», ενώ είναι άγνωστος ο τίτλος της τελευταίας) και σε μία ελληνική ταινία που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι' αυτήν. Τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ» το 1981, σε σενάριο του γιου του Δημήτρη και του δημοσιογράφου Πάνου Τσίρου, με παρτενέρ τη Μάρω Κοντού με την οποία συνυπήρξε σε 14 ταινίες.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είχε πολλές ιδιοτροπίες στην καθημερινή του ζωή, οι οποίες ήταν ξακουστές στο χώρο του θεάτρου

Λάμπρος Κωνσταντάρας

Δεν άλλαζε εύκολα τις συνήθειες του. Του άρεσε να περπατάει από την ίδια πλευρά του πεζοδρομίου. «Αν τον ανάγκαζες να αλλάξει πεζοδρόμιο, μπορούσε να σε χτυπήσει και είχε και βαρύ χέρι που δεν σε συνέφερε καθόλου», αναφέρει ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, γιος του Λάμπρου. «Ήθελε να πηγαίνει από τη Λεωφόρο Συγγρού και ποτέ από την Βουλιαγμένης. Έτρωγε στο ίδιο μέρος συνέχεια που είχε ο ίδιος αποφασίσει, διέσχιζε τον δρόμο από το ίδιο σημείο, αγόραζε παπούτσια από το ίδιο μαγαζί και διάβαζε ατσαλάκωτη την εφημερίδα του», αναφέρει ο θεατρολόγος Βασίλης Μαρτσάκης...

ο σπουδαίος Λάμπρος Κωνσταντάρας

Ο Κωνσταντάρας δεν οδηγούσε ποτέ ο ίδιος

Στις διαδρομές είχε την περίεργη συνήθεια να μετρά τα «Φολκς Βάγκεν». «Ήθελε να φτάσει σε κάποιον αριθμό. Συνέχεια κούναγε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και έψαχνε πάντα να βρει για να μετρήσει ένα Φολκς Βάγκεν, όταν πηγαίναμε κάπου», θυμούνται άνθρωποι που τον έζησαν....

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWS2U ΣΤΟ INSTAGRAM