Κι άφησε την ψυχή του πάνω στην πίστα. Πολλά χρόνια μετά όταν ο ίδιος ο Στράτος ξεκινούσε νέος και πολύ ξαφνικά στη σουίτα του Χανδρή που χε αγκαζάρει για να βλέπει καθαρά τον ιππόδρομο, για το τελευταίο ταξίδι, έγινε το δικό του φευγιό τραγούδι… Τιμητικό και μάγκικο – όπως του άξιζε.
Ήταν και του λιμανιού, ήταν και του σαλονιού. Γύρω στα 1988, ο Τάκης Μουσαφίρης έβαλε στο χαρτί λέξεις, εικόνες, συναίσθημα και καθώς τα λόγια του τραγουδιού ολοκληρώνονταν σαν να σχηματίστηκε στον αέρα η σιλουέτα του Στράτου Διονυσίου. Κι όταν εκείνος απογείωνε το τραγούδι στις πίστες και τη δισκογραφία, όσοι τον γνώριζαν καλά έλεγαν πως αυτό το τραγούδι δεν θα μπορούσε να το πει άλλος, από το Στράτο.
Γιατί από τα λόγια του τραγουδιού ξεμύταγε ο Στράτος. Ερμηνευτής – κι όχι απλός τραγουδιστής που από τα δύσκολα χρόνια της Νιγρίτας Σερρών που γεννήθηκε και της Θεσσαλονίκης που ανδρώθηκε κατάφερε όχι μόνο να περπατήσει στο δρόμο της επιτυχίας, αλλά να γίνει σημείο αναφοράς στο λαϊκό τραγούδι , με ορκισμένους φίλους – αξιόμαχο αντίπαλο δέος του Καζαντζίδη. Δύσκολο πράγμα για την εποχή.
Μα ο Στράτος με μια φωνή μοναδική που ηλέκτριζε καρδιές, έλαμψε γρήγορα κι όσο κι αν – όπως είπαν – τα πάθη του, θάμπωσαν το άστρο, όταν έφυγε από αυτόν τον κόσμο στις 11 Μαΐου του 1990, ο λαός έκλαψε, ένιωσε πως χάνει ένα του κομμάτι…
Ο Μίμης Πλέσσας τον ανακάλυψε κάποτε, την εποχή τραγουδούσε στο κέντρο «Σου-Μου» της Ιεράς Οδού δίπλα στην Ανθούλα Αλιφραγκή και του δίνει να τραγουδήσει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έγραψε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι σημείωσε τεράστια επιτυχία πριν ακόμη βγει το φιλμ στους κινηματογράφους στις αρχές του 1970.
Κάπου εκεί ήταν που ήρθε και η πρώτη «γρατζουνιά» σε μια καριέρα που διαγραφόταν μεγάλη. Στις 30 Μαΐου 1975 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 3 ετών κι εκτόπιση τριών ετών στα Γιάννινα για κατοχή ποσότητας ναρκωτικών (χασίς). Οδηγήθηκε στις φυλακές της Τίρυνθας, όπου παρέμεινε μέχρι το Πάσχα του 1976, οπότε αποφυλακίστηκε. Η καριέρα του, όμως, είχε πάρει την κατιούσα και το καλλιτεχνικό κύκλωμα τον είχε απορρίψει.
Με τη βοήθεια του στενού του φίλου Τόλη Βοσκόπουλου, που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στις πίστες, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο με διαχρονικές επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Τα πήρες όλα» (1981) και «Και λέγε λέγε» (1981) των Θανάση Πολυκανδριώτη και Γιάννη Πάριου, «Άκου, βρε φίλε» (1982) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Ο Σαλονικιός» (1985) και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (1985) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Εγώ ο ξένος» (1988) και «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988)
Ο Στράτος άφησε πίσω του τρεις γιους τραγουδισταράδες. Πρόλαβε να μοιραστεί την πίστα με τον μεγάλο – τον Άγγελο και πασπάλισε από εκεί ψηλά με ευχή και καμάρι τα βήματα των άλλων δυο, του Στέλιου και του Διαμαντή. Κι αυτοί τιμούν την κληρονομιά του.