Ο Θανάσης Βέγγος, ο λαϊκός ήρωας που απέδωσε με την μεγαλύτερη ευκρίνεια τον "φουκαρά" Έλληνα, τον "πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη", τον γκαφατζή, τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές και της "καρπαζιάς", που εξέπεμπε την καλοσύνη, ένα κράμα των κορυφαίων κωμικών παγκοσμίως, έχει μείνει ως "ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ". Το σωστό θα ήταν ο άνθρωπος που πάντα έτρεχε.
Κι αυτό γιατί έτρεχε, αρχικά, για να ξεφύγει από τις διώξεις, το σκληρό κράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, τη Μακρόνησο, στη συνέχεια για το μεροκάματο και να ξεφύγει από την καταραμένη φτώχεια, την πείνα. Μπαίνοντας στον χώρο του κινηματογράφου, έτρεχε για να προλάβει, να δουλέψει, να ξεφύγει από την υποτίμηση των συναδέλφων του, να καταφέρει αυτό που είχε στο μυαλό του, να φτιάξει τις δικές του ταινίες, καλύτερες απ' αυτές που του έδιναν, και μετά για να ξεπληρώσει τα χρέη του. Έτρεχε μέχρι τα γεράματά του, όσο κρατούσαν τα πόδια του, καταφέρνοντας να ξεφύγει από την μιζέρια, αλλά και από τους εφιάλτες που του είχαν προκαλέσει τα νεανικά του χρόνια, ένας αφιλόξενος πλανήτης που μοιάζει να μην έχει χώρο για ανθρώπους σαν τον ένα και μοναδικό Θανάση μας.
Εν αντιθέσει με το κυνηγητό που υπέστη ο Θανάσης Βέγγος από καταστάσεις, κράτος, σινάφι, ο λαός τον λάτρεψε, τον αγάπησε βαθιά. Όσοι ζήσαμε τις δεκαετίες του '70 και '80 και τον είδαμε από κοντά, σε μια πρεμιέρα, στο θέατρο, που έκανε περισσότερο για να εκτονώσει αυτή την απίστευτη αγάπη του λαού, που δεν μπορούσε να καλύψει το σινεμά, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις εικόνες αποθέωσής του, την αγνή αγάπη του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1978, σε ποδοσφαιρικό αγώνα δημοσιογράφων- ηθοποιών "στα Φιλαδέλφεια" πήγαν για να δουν τον Βέγγο πάνω από 40.000 άτομα!
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όλοι πήγαν για να δουν τον δικό τους "καλό άνθρωπο". Το οχτάστηλο πρωτοσέλιδο της "Αθλητικής" την επομένη ήταν «Ντελίριο 40.000 λαού για τον απίθανο Βέγγο». Αυτό δεν το κατάφερε φυσικά με τεχνικές, εξαίρετες ερμηνείες ή με γραφεία προώθησης, ιμπρεσάριους ή τη βιομηχανία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το κατάφερε γιατί ήταν ένα αυτόφωτο ταλέντο, που απλώς έπαιζε τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που εξέπεμπε μεγαθυμία, ήταν ένα με το λαό και δεν τον πούλησε ποτέ.
Ακόμη και σήμερα, δέκα χρόνια από τον θάνατό του (3 Μαΐου 2011) παραμένει ο αγαπημένος μουσαφίρης της ελληνικής οικογένειας, με τις χιλιοπαιγμένες κωμωδίες του, που προβάλει η τηλεόραση καθημερινά.
Ο ήρωας πατέρας και η κληρονομιά της Μακρονήσου
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1927, με καταγωγή από την Αμοργό, από την πλευρά της μητέρας του Ευδοκίας. Ο πατέρας του ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, συμμετείχε στην προσπάθεια να σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο, στην οποία εργαζόταν. Το "ευχαριστώ" της Πολιτείας, μετά την κατοχή, ήταν η απόλυσή του, εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του. Την εκδικητικότητα του κράτους όμως την κληρονόμησε και ο Θανάσης, που βρέθηκε στη Μακρόνησο, το κολαστήριο και τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες φαντάρους αλλά και πολίτες. Εκεί, ο νεαρός Θανάσης θα γνωρίσει στο πετσί του τον εξευτελισμό, τα βασανιστήρια, το μίσος, αλλά και την αλληλεγγύη, τη φιλία, τη θυσία για ιδανικά. Θα γνωρίσει και θα συνδεθεί φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα ανακαλύψει το ταλέντο του και θα του αλλάξει πορεία.
Και αυτό γιατί ο Θανάσης, ξεκινώντας ως παιδί για όλες τις δουλειές στα κινηματογραφικά πλατό, θα βρεθεί να κάνει και κάποια ρολάκια. Το έναυσμα θα του το δώσει ο Κούνδουρος καλώντας τον, το 1953, να παίξει στη "Μαγική Πόλη". Ο Κούνδουρος του ζήτησε απλώς να παίξει τον εαυτό του, τίποτα περισσότερο. Αυτό ήταν. Ο κόσμος του θεάματος είχε βρει τον κωμικό που μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις με την καρδιά σου, να δακρύσεις, να αισθανθείς, να κατανοήσεις τι έχει τραβήξει αυτός ο λαός. Το 1956 ο Κούνδουρος θα τον φωνάξει και για τον "Δράκο" να παίξει ένα χαρακτηριστικό ρόλο.
Εξαιρετικό Ταλέντο
Ο Θανάσης Βέγγος γύρισε 126 ταινίες, πέρα από τις περιστασιακές εμφανίσεις του στο θέατρο και στη συνέχεια στην τηλεόραση, απ' την οποία θα αποκομίσει, κακά τα ψέματα, ένα καλό και δίκαιο μεροκάματο, για τα δεδομένα του ερμηνευτικού του μεγαλείου. Παρότι δεν σπούδασε ποτέ υποκριτική και λαμβάνοντας άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος από την επιτροπή "Εξαιρετικών Ταλέντων" το 1959, έγινε γρήγορα αγαπητός μέσα από τους μικρούς ρόλους του που όμως έκαναν τη διαφορά. Ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του '60 ήταν τέτοια η επιτυχία του που όλοι τον ήθελαν έστω και για ένα μικρό ρόλο στις ταινίες τους, φτάνοντας να παίζει κοντά 20 ταινίες τη χρονιά.
Το 1959 κι ενώ έχει παίξει σε αρκετές ταινίες, μερικές απ' τις οποίες αρκετά καλύτερες απ' τον μέσο όρο, θα εμφανιστεί στην κλασική κωμωδία "Ο Ηλίας του 16ου" δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο, με την ιστορία για την περιβόητη σκηνή με τα αληθινά χαστούκια να τραντάζει το κεφάλι του ακόμη και στα τελευταία του. Ίσως γιατί ήρθαν κι έδεσαν με τα χαστούκια της ζωής. Σύντομα θα έρθει και η πρώτη του προσωπική μεγάλη επιτυχία, με το ξεκαρδιστικό "Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης", ερμηνεύοντας έναν επαρχιώτη που έρχεται στην Αθήνα για να πιάσει την καλή και μαζεύει σφαλιάρες από την αφιλόξενη πρωτεύουσα.
Θα συνεχίσει να συμμετέχει σε πολλές ταινίες με χαρακτηριστικούς δεύτερους ρόλους που έχουν γράψει ιστορία. Αλλά συνάμα θα αρχίσει να πρωταγωνιστεί και σε ορισμένες ταινίες, απ' τις οποίες ξεχωρίζουν αυτές που φτάνουν στα όρια του σουρεάλ και αναδεικνύοντας το σλάπστικ ως μεγάλη έκφραση τέχνης, με τη μοναδικότητα που είχε με τις ασυντόνιστη κίνηση και εκφορά λόγου. Κάτι που δεν κατάφερε κανένας νεότερος ηθοποιός να μιμηθεί.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ