Ο Γιάννης Οικονομίδης, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, μιλάει στο news2u.gr για το πώς ξεκίνησε το κινηματογραφικό του ταξίδι, για τις ταινίες του, την ελληνική κοινωνία και τα επόμενα κινηματογραφικά του σχέδια.
Συνέντευξη στον Πέτρο Κατσουρίδη
Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται γνωρίζοντας τι θέλουν να κάνουν και άνθρωποι που μέσα από τις εμπειρίες της ζωής
βρίσκουν το επαγγελματικό τους λιμάνι. Σε ποια κατηγορία θεωρείτε ότι ανήκετε;
Στη δεύτερη μάλλον, στην πρώτη και στη δεύτερη. Δηλαδή, με την έννοια ότι ήξερα ότι θέλω να ασχοληθώ με την τέχνη, να γίνω καλλιτέχνης κάποια στιγμή, αλλά δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Πήγαινα για ζωγράφος. Η επαφή με τον κινηματογράφο έγινε εντελώς τυχαία. Είχα περάσει στη Νομική, ξεκίνησα το πρώτο έτος, σιχάθηκα και έψαχνα έναν τρόπο να απεμπλακώ. Τυχαία λοιπόν έπεσα σε μια σχολή κινηματογράφου μια μέρα που ήμουν σε τρόλεϊ στην Αλεξάνδρας. Ενώ κοιτούσα λοιπόν έξω από το τζάμι, βλέπω τη σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης της Ευγενίας Χατζίκου και λέω «κοίτα να δεις πράγματα». Την επόμενη μέρα λοιπόν πήγα και γράφτηκα και, σταδιακά, παράτησα τη σχολή και όλα τα άλλα.
Ο κινηματογράφος ήταν πολύ ξαφνική επιλογή, ένα απλό οδοιπορικό με το τρόλεϊ. Πιο πριν υπήρχε η προ-παιδεία, διάβαζα, είχα τριβή με την τέχνη. Ο πατέρας μου ήταν οδοντίατρος αλλά και ζωγράφος μαζί. Είχα μεγαλώσει σε μια κουλτούρα. Εδώ όμως (σ.σ. Αθήνα) ήρθα για να σπουδάσω Νομική, με απώθησε όμως η δικηγορία και η σχολή, αλλά κυρίως η προοπτική ενός τέτοιου μέλλοντος. Είχα λοιπόν τις κεραίες μου ανοιχτές. Έγινα λοιπόν αυτό που έγινα τυχαία και σαν να βρήκα το σπίτι μου. Ένας συνδυασμός και των δύο.
Στις ταινίες σας αποτυπώνετε με σκληρό, ρεαλιστικό τρόπο ανθρώπους περιθωριοποιημένους, ανθρώπους λούμπεν. Πιστεύετε ότι είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας αυτοί οι άνθρωποι; Υπήρχαν πάντα ή εμφανίστηκαν από ένα σημείο και μετά;
Όχι πάντα. Περιθώριο περιθώριο δεν έχω παρουσιάσει ποτέ ως κεντρικό θέμα. Είναι μεσαία τάξη, μικροαστοί και κάτω, δηλαδή λαϊκοί άνθρωποι, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι και λούμπεν. Ο υπόκοσμος δεν είναι λούμπεν, ούτε περιθώριο κατ' ανάγκη. Υπάρχει πάντα αυτός ο κόσμος σε όλες τις χώρες, σε όλα τα κράτη, σε όλους τους πολιτισμούς. Δεν σκέφτομαι όμως έτσι. Δεν είναι το θέμα μου το αν εκφράζει το σύνολο. Το θέμα είναι ποιοι ήρωες μπορούν να κουβαλήσουν τις ιστορίες που θέλω να πω. Οι ιστορίες που μεταφέρω δεν είναι πραγματικές, αποτελούν μυθοπλασία, όμως τα συναισθήματα των χαρακτήρων είναι επί του πραγματικού. Δεν περιμένω από τις ταινίες μου να εκφράζεται όλη η Ελλάδα και όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μου λένε πολλοί ότι δεν είναι έτσι οι Έλληνες. Μα δεν είπα ότι είναι έτσι οι Έλληνες, έτσι είναι ένα μέρος, ένα κομμάτι. Την ανώτερη τάξη δεν την πιάνω, γιατί ίσως δεν τη γνωρίζω κιόλας. Επιλέγω όμως κοινωνικές τάξεις και ομάδες ανθρώπων που κουβαλάνε πιο πολύ την ένταση, το πάθος, την τρέλα, τη μούρλα. Εκεί όπου μπορούν να παιχτούν ιστορίες και συναισθήματα πιο ακραία, και όχι τόσο μασκαράτα, ίσως είναι πιο αυθεντικοί αυτοί οι άνθρωποι. Δεν είναι τυχαίο ότι και στον παγκόσμιο κινηματογράφο και στην παγκόσμια λογοτεχνία επιλέγονται, ας πούμε, ιστορίες του υποκόσμου. Έχει μια γοητεία όλο αυτό, το ζην επικινδύνως, το βίβερε περικολοζαμέντε.
Ποια η άποψή σας για το πώς διαμορφώνεται η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, κοινωνικά, πολιτισμικά, αξιακά;
Το πού πάει η ελληνική πραγματικότητα είναι κάτι που το έχω θίξει και σε προηγούμενες ταινίες μου, στο «Σπιρτόκουτο», στην «Ψυχή στο στόμα» – η αλήθεια είναι ότι η «Ψυχή στο στόμα» αποτελεί ίσως και την πιο επίκαιρη ταινία μου. Λατινοαμερικανοποιείται με σταθερούς ρυθμούς όλη η Μεσόγειος, αλλά η Ελλάδα ειδικότερα, ως τριτοκοσμική χώρα ακόμη περισσότερο. Ήδη είναι σε ελεύθερη πτώση, όχι τώρα δυστυχώς, αλλά εδώ και κάποιες δεκαετίες. Και δεν νομίζω ότι έχει θετικά αυτή η λατινοαμερικανοποίηση, όταν πέφτεις πέφτεις. Είναι ένα μαύρο πηγάδι που σε ρουφάει.
Θα έλεγα ότι ο Οικονομίδης είναι ο Γκάι Ρίτσι της Ελλάδας. Συμφωνείτε;
Α, ναι; (γελάει), η τελευταία ίσως (σ.σ. «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς»), τώρα που το λες. Για την τελευταία ταινία θα μπορούσα να το πω αυτό. Ότι είναι σε αυτή την παράδοση, την ταραντική, κοενική, του Γκάι Ρίτσι, αυτό το σινεμά του μαύρου χιούμορ δηλαδή εκφράζει. Σε αυτές τις ταινίες φαίνεται η γελοιότητα των ανθρώπων, η γελοιότητα των καταστάσεων, η ξεφτίλα της ύπαρξης, όλο αυτό το πράγμα μαζί πασπαλισμένο. Ακολουθώ αρκετά το παράλογο, βιτριολικό χιούμορ. Για την τελευταία ταινία θα το έλεγα όμως. Δεν νομίζω ότι οι άλλες ταινίες μου πατούν τόσο ξεκάθαρα σε αυτή την παράδοση. Η μαύρη κωμωδία είναι ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα. Η ζωή μας δεν είναι ένα πράγμα. Λίγο να αποστασιοποιηθείς από τις καταστάσεις, βλέπεις πόσο γελοία είναι όλα και πόσο αστεία η ύπαρξή μας. Και γενικά είναι καλό να το βλέπουμε έτσι, διότι όχι απλώς παίρνουμε θάρρος, αλλά βρίσκουμε και τη σωστή μας τοποθέτηση. Παύουμε να παίρνουμε τόσο σοβαρά τον εαυτό μας. Το χιούμορ στις ταινίες μου λοιπόν βγαίνει αυθόρμητα, θα έλεγα. Μόνο στην τελευταία ταινία ήταν ίσως πιο μελετημένο, αν θέλεις. Στις άλλες κάπως μπήκε από την πίσω πόρτα.
Ο λόγος που δεν κάνετε τηλεόραση είναι θέμα άποψης; Ή η ελληνική πουριτανική τηλεόραση του καθωσπρεπισμού δεν
μπορεί να ανεχτεί τέτοια θεματολογία;
Μάλλον το δεύτερο. Δύο πράγματα δεν βοηθούν, τα χαμηλά μπάτζετ και το πλαίσιο ανελευθερίας που επικρατεί στην τηλεόραση, αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά. Δεν υπάρχει χώρος για σειρές που θα σπάσουνε κόκαλα, θα σπάσουν αυγά. Ε, αυτό το πράγμα με δυσκολεύει. Είμαστε έτη φωτός από αυτό που θα μπορούσε να είναι, αλλά, εντάξει, από την άλλη δεν τους κακολογώ, γιατί δεν έχουν και λόγο να προσπαθήσουν να κάνουν μεγάλες παραγωγές με σπουδαία θέματα. Η Ελλάδα είναι μικρό κοινό, είμαστε 10 εκατομμύρια άνθρωποι. Γιατί να ξοδευτούν; Ο κόσμος είναι ικανοποιημένος με τα υπάρχοντα προγράμματα.
Γιατί θεωρείτε ότι ο ελληνικός κινηματογράφος σπάνια σπάει τα σύνορα της χώρας μας; Είναι λόγω θεματολογίας, γλώσσας ή
μπάτζετ;
Θεωρώ ότι το αντίθετο συμβαίνει. Σπάνια μια ελληνική ταινία κάνει το «μπαμ» μέσα στην Ελλάδα – πιο συχνά κάνει breakthrough έξω. Δηλαδή στο παγκόσμιο σινεμά η Ελλάδα έχει ξεσκιστεί να παίρνει βραβεία, περγαμηνές, συμμετοχές. Απλώς δεν το μαθαίνουμε. Τώρα, να περιμένουμε να σπάσει τα box office μια ελληνική παραγωγή; Εδώ δεν το κάνουν γαλλικές, ρουμανικές κ.λπ. Μόνο οι αμερικάνικες και οι εγγλέζικες μπορούν να το κάνουν αυτό, άντε και καμιά ισπανική. Αυτό είναι λοιπόν κοινό πρόβλημα. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι γιατί το ελληνικό σινεμά δεν μπορεί να βρει ανταπόκριση στην ίδια του τη χώρα. Εκεί είναι το θέμα. Τώρα, είναι η γλώσσα, είναι ότι οι Έλληνες δεν κατάφεραν μέσα από τις ταινίες τους να εκφράσουν τον λαό, τους ανθρώπους αυτού του κόσμου, τα θέματά τους, τις αγωνίες τους; Οι Ισπανοί, που δεν αποτελούν υπερδύναμη ως χώρα, έχουν ένα πολύ δυνατό χαρτί. Ο μισός κόσμος μιλάει ισπανικά, υπάρχει δηλαδή μεγάλη αγορά να αναπτυχθεί και να αναπτυχθούν στη συνέχεια σειρές, μουσική. Αυτή τη στιγμή στην Ισπανία έχουν μπει τα αμερικανικά στούντιο κανονικά. Είναι μεγάλη αγορά και μεγάλη δύναμη.
Ποια κινηματογραφική τάση σάς στιγμάτισε και σας καθόρισε ως κινηματογραφιστή;
Είναι δύσκολο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Έχω δει πολύ σινεμά όλα αυτά τα χρόνια, δεν ξέρω ακριβώς πώς όλα αυτά χωνεύτηκαν, ώστε να κάνω το δικό μου σινεμά. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι πριν από το «Σπιρτόκουτο», όταν ξεκίνησα να κάνω τις πρώτες μου ταινίες, η κινηματογραφική κατεύθυνση που πήρα ήταν προς ένα ανθρωποκεντρικό σινεμά, όπου εκφράζονται και οι ταινίες που αγαπάω, όπως του Κασσαβέτη, του Κεν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Λουί Μαλ. Ένα σινεμά ανθρωποκεντρικό, που είναι στο ύψος του ανθρώπου. Αυτή η γραμμή με καθόρισε. Ούτε οι σκηνοθέτες οι γκράντε με τα φοβερά πλάνα ούτε οι ποιητές.
Ποια η άποψή σας για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου;
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου μού φαίνεται ότι παίρνει πλέον τα πάνω του, ειδικά τώρα με τις τελευταίες αλλαγές. Υπάρχουν υποσχέσεις, και ο κόσμος φαίνεται να είναι ικανοποιημένος. Ενδεχομένως να υπάρξουν πιο γενναίες χρηματοδοτήσεις, καλύτερη και ουσιαστικότερη υποστήριξη και πιο άμεσα αποτελέσματα για κάποια πρόταση. Φαίνεται ότι υπάρχει τάση για εκσυγχρονισμό. Εύχομαι στο ΕΚΚ καλή επιτυχία. Μακάρι να πάει καλά, να πετύχει και να γίνει το στήριγμα που όλοι θέλουμε για την ελληνική ταινία, γιατί υπήρξε μια στιγμή που, δεν σ' το κρύβω, όλοι φοβηθήκαμε ότι μπορεί και να κλείσει. Είναι βασικό να υπάρχει, και να υπάρχει με γενναία παρουσία, όπως και η ΕΡΤ.
Πού βρίσκουμε τον Γιάννη Οικονομίδη σήμερα;
Συγγράφουμε ένα σενάριο με τον Βαγγέλη Μουρίκη. Τώρα, όπου να 'ναι, το ολοκληρώνουμε, ως το τέλος του χρόνου. Άγριο και σκοτεινό σενάριο, η αλήθεια είναι, που έχει να κάνει μάλλον με αυτό που έρχεται και μας περιμένει. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας άνθρωπος σε ελεύθερη πτώση, κατεστραμμένος επιχειρηματίας που μπλέκει και γλιστράει συνέχεια σε λάθη. Υπάρχουν τα απόνερα της κρίσης της πανδημίας αλλά και γενικότερα όλης της κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Ο Μουρίκης δεν θα είναι ο επιχειρηματίας, θα παίζει στην ταινία όμως σίγουρα. Η ταινία θα είναι σκληρή, μαύρη, ζόρικη, αλλά θα είναι ελκυστική. Και ίσως είναι πιο ελκυστικές οι ταινίες μου στο νέο κοινό, διότι είναι πιο άφοβο, δεν έχει αυτή την κούραση που έχουν οι πιο παλιές γενιές, όχι όλοι βέβαια, κάποιοι.