Ο Παντελής Βούλγαρης, στην θέση του συνεντευξιαζόμενου αυτή την φορά και όχι του σκηνοθέτη, αλλά με την ίδια προσωπική του χροιά, μιλά για την πανδημία, τους ήρωες Έλληνες γιατρούς και την αισιοδοξία του για ένα καλύτερο αύριο, μια καλύτερη Ελλάδα.
«Η Επανάσταση έγινε από ανθρώπους αγράμματους, αλλά υπήρξε η θέληση, το ενδιαφέρον και η αγάπη όλων των Ελλήνων εντός και εκτός της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Είναι καταπληκτικό»
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον την Ελλάδας; Πιστεύετε ότι θα μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε;
Θεωρώ ότι το φινάλε αυτού του περίεργου πολέμου που βιώσαμε και βιώνουμε, του πολέμου με τον κορονοϊό, ήταν μια αφορμή για να αναλογιστούμε και να εκτιμήσουμε κατ’ αρχάς ότι ζούμε σε έναν τόπο που ακούμπησε πάνω σε αυτό που λέγεται επιστημονικό δυναμικό. Καμάρωσα τους Έλληνες γιατρούς, νοσοκόμους, τους ανθρώπους που βοήθησαν όλους τους ανθρώπους στα νοσοκομεία, αλλά που χρειάζονται μεγαλύτερη βοήθεια από την πολιτεία. Αυτό το φαινόμενο θεωρώ ότι θα μας βρει και μετά το πέρας του κορονοϊού και πλέον θα είναι στο χέρι μας σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο να ξεκινήσουμε με τη σκέψη ότι δεν είμαστε ανίκητοι και ότι δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με το οτιδήποτε, αλλά με ανοιχτή καρδιά να συνεχίσουμε αυτό που σημαίνει ζωή.
Νομίζω ότι αν κανείς ψάξει σοβαρά την ιστορία αυτού του τόπου και δώσει χρόνο, θα δει ότι υπήρξαν περίοδοι που ήμασταν πολύ κοντά, ότι ενώ υπήρχαν διαστάσεις και ταξικές διαφορές, κάπου ήρθαμε κοντά. Σκέφτομαι συχνά ότι ζούμε σε έναν πολύ μικρό τόπο, ζούμε σε ένα μικρό κομμάτι της υδρογείου και είναι σαν να γνωριζόμαστε όλοι κατά έναν τρόπο. Τώρα που μιλάμε, εγώ βλέπω μια υπέροχη λιακάδα από το παράθυρο. Η λιακάδα είναι η βάση όλων αυτών των πραγμάτων, ο ήλιος και το αεράκι, αν σκεφτούμε ότι κάποια τέτοια ώρα ο Πλάτωνας και οι υπόλοιποι βρίσκονταν στην αρχαία αγορά και κουβέντιαζαν. Η βάση, αν θες, αυτού του τόπου είναι το κουβεντολόι, που μπορεί να είναι και η περιουσία αυτής της χώρας.
Τι σημαίνουν για εσάς τα αισθήματα πόνου και μοναξιάς και πόσο συνδεδεμένα είναι με τον σύγχρονο Έλληνα;
Ο Έλληνας τα κουβαλάει αυτά τα αισθήματα, ναι, μαζί βέβαια με τη διάθεση να κουβεντιάσει, να ανοίξει την καρδιά του και να αναρωτηθεί τι κάνει ένας φίλος του που υπηρέτησαν μαζί, και αυτό είναι το ανθρώπινο και το ενδιαφέρον. Η ζωή μας ταξιδεύει με βαλίτσες, που άλλες έχουν την πίκρα και άλλες τη χαρά, δεν είναι ξεχωριστά αυτά τα πράγματα. Δεν βλέπω κατάθλιψη στον Έλληνα εγώ, σαν αυτή που βλέπουμε συχνά στις ταινίες του Μπέργκμαν. Τόσα χρόνια που δουλεύω εγώ δεν έχω συναντήσει αρρωστημένα και ακραία τη μοναξιά και τη θλίψη, είναι απλώς μέσα στη ζωή. Όλον αυτόν τον καιρό που είμαι κλεισμένος, φυσιολογικά μου λείπουν οι φίλοι μου, και τι κάνω; Πηγαίνω εδώ σε ένα παρκάκι κοντά στο σπίτι μου και κάθομαι και βαθμολογώ αυτούς που περνούν από δίπλα μου. Τις προάλλες δηλαδή περνούσε ένας κύριος, ένας άνδρας, που φορούσε ένα πολύ ωραίο καφέ σακάκι και καφέ ρεπούμπλικα, κάποιας ηλικίας σαν τη δικιά μου, και του είπα: «Έχετε εμφάνιση αρίστη, αλλά πρέπει να χάσετε πέντε κιλά». Πιάσαμε τα γέλια.. Αρκεί να θέλεις να κουβεντιάσεις, και θα βρεις τον τρόπο σε αυτή τη χώρα.
Ποια πιστεύετε ότι είναι η ψυχολογία της νέας γενιάς; Πόσο διαφέρει από τις προηγούμενες και τη δική σας;
Αυτό που βλέπω από τη γειτονιά μου και από τους νέους που περνούν είναι ότι η νέα γενιά μπορεί να είναι πιο τρυφερή και αγαπησιάρικη από τη δική μας, ίσως γιατί δεν αντιμετωπίζουν και δεν συνάντησαν καταστάσεις που εμείς ζήσαμε. Η δική μου γενιά, για παράδειγμα, ήταν η γενιά της Κατοχής. Εγώ στα 22 μου κατάφερα και μπήκα σε διαμέρισμα με λουτρό και καζανάκι. Ταξίδι έκανα πρώτη φορά με το τρένο από την Ελλάδα στο Παρίσι για τον «Τζίμι τον Τίγρη». Δούλευα από μικρό παιδί και δεν είχα την ευκαιρία να σπουδάσω, όπως τα παιδιά σήμερα.
Σήμερα όμως δεν εξορίζεται ένα παιδί. Μπορεί να πάρει το αεροπλάνο και για ένα Σαββατοκύριακο να δει τους συγγενείς του και τον οποιονδήποτε. Και βέβαια είναι και η τεχνολογία, καθώς η νέα γενιά μπορεί να επικοινωνεί και να βλέπει και τι μαγειρεύει η μάνα στο σπίτι, για παράδειγμα. Υπάρχει βέβαια αγωνία για μια άλλη κοινωνία της τεχνολογίας της σύγχρονης πραγματικότητας, που εμείς δεν τη γνωρίσαμε. Η δική μας ζωή είχε να κάνει με την ανθρώπινη επικοινωνία, τη βασική. Εγώ δηλαδή όταν ήμουν 20 χρόνων πήγα στη Φίνος και, επειδή έπιαναν τα χέρια μου, βρήκα αμέσως δουλειά σε ένα περιβάλλον όπου ήταν άτομα μεγαλύτερα από εμένα και πιο ειδικά.
Φαίνεστε αρκετά αισιόδοξος για το μέλλον...
Έλεγα με τη γυναίκα μου πριν από κάποιες μέρες ότι η χώρα χρειάστηκε μόλις επτά χρόνια για να ελευθερωθεί. Τα πρώτα σύνορά μας έφταναν μέχρι τη Λαμία. Η Επανάσταση έγινε από ανθρώπους αγράμματους, αλλά υπήρξε η θέληση, το ενδιαφέρον και η αγάπη όλων των Ελλήνων εντός και εκτός της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Είναι καταπληκτικό. Εκεί, αν θέλεις, βασίζεται η δική μου αισιοδοξία, ότι μπορούν να ξεπεραστούν τα προβλήματα, όποια και να είναι.
Επτά «πέτρινα» χρόνια μέσα από την κάμερα του Π. Βούλγαρη «Το χρονικό της δικτατορίας 1967-1974», ένα ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του Έλληνα σκηνοθέτη.