Είναι ίσως το πιο δύσκολο θέμα που έχω γράψει ποτέ στη ζωή μου.
Χωρίς τον Γιάννη Τσεκλένη, αυτόν τον εκπληκτικό άνθρωπο, αυτό το μοναδικό ταλέντο που έκανε την Ελλάδα διάσημη στα πέρατα του κόσμου με τη μόδα του, δεν θα είχα ολοκληρώσει ποτέ τη διατριβή μου με θέμα τη «Σύγχρονη ελληνική μόδα: Μορφή και δυνατότητες».
Ο χαμός του, στα 82 του χρόνια, με καθήλωσε. Και η αλήθεια είναι πως έχω να θυμηθώ πάρα πολλά. Τις συναντήσεις μας στο ατελιέ του, κοντά στην Ομόνοια, όταν μου έδειχνε ένα-ένα τα δημοσιεύματα που είχαν γραφτεί για όλους τους Έλληνες σχεδιαστές -όχι μόνο για εκείνον, ιδού η διαφορά- την εικοσαετία '68-'88 (που με ενδιέφερε) από τον ξένο Τύπο, επιχειρώντας να μου αποδείξει πως έστεκε το θέμα μου για PHD. Ενώ του έλεγα πως «κύριε Γιάννη, έχω μόνο οικονομικά στοιχεία που το αποδεικνύουν».
Έκανε μόδα την Ελλάδα στο εξωτερικό - και τις βάρκες στις ταράτσες της Σαντορίνης
Ο «sir» Τσεκλένης, ερωτευμένος μέχρι την τελευταία στιγμή με τη μούσα της ζωής του και της δουλειάς του, το πρώτο top-model με καριέρα στο εξωτερικό, την καλλονή των 70s Έφη Μελά, βοηθούσε όλο τον κόσμο.
Με «τσεκουράτη» γλώσσα, συνήθιζε να λέει - και, ναι, ήταν το μότο του: «Η Ελλάδα δεν εξήγαγε μόδα γιατί μάς έφαγε η ξενομανία. Αντί να βαφτίζουμε προϊόντα made in Greece, τα βαφτίζαμε styled in Italy». Επειδή στα 70s στην Ελλάδα ήταν μόδα η Ιταλία. Ένα «χούι» του Έλληνα επιχειρηματία που συνεχίστηκε και στα 80s.
Έτσι, η Ελλάδα, μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις εξήγαγε brand-names.
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει βιομηχανία μόδας. Το ελληνικό κράτος έπρεπε εξ αρχής να θέσει τη μόδα στο Υπουργείο Πολιτισμού. Την είχαν μια στο ένα, μια στο άλλο Υπουργείο, ενώ μόδα ίσον πολιτισμός». Πόσο δίκιο είχε ο πρώτος διεθνής Έλληνας σχεδιαστής μόδας -μαζί με τον Γιάννη Ντεσέ, που δοξάστηκε στο Παρίσι. Οι Los Angeles Times και δεκάδες ακόμα διεθνή έντυπα τον αποκαλούσαν «The Greek Designer», γιατί ήταν εκείνος που τα ρούχα του πρώτα απέκτησαν διεθνή ακτινοβολία. Και με ελληνική ταυτότητα.
Λάτρης της Σαντορίνης, τα καλοκαίρι έμενε σε ένα μοναδικό υπόσκαφο που φωτογραφίζαμε τότε, το 2001 αν θυμάμαι, για το Big -προπομπός του Esquire, επί Πέτρου Κωστόπουλου-, ακούγοντας στη διαπασών κλασική μουσική. Ήταν, δε, ο πρώτος που έκανε μόδα τις βάρκες στις ταράτσες της Σαντορίνης. Μόλις το έκανε εκείνος, τον μιμήθηκαν πολλοί.
Το μελάνωμα που του άλλαξε τη ζωή
Σε πολύ νεαρή ηλικία, έπαθε μελάνωμα, «απ' την πολλή ηλιοθεραπεία», όπως μου έλεγε, που του στοίχισε το ένα χέρι. Δεν του στέρησε όμως τη διάθεση για ζωή. Ξεχείλιζε πάντα από ενέργεια, θα τον έλεγα και νευρωτικό τύπο. Ο «sir» Γιάννης μάλιστα πείσμωνε τόσο πολύ που οδηγούσε ακόμα και με ένα χέρι. Είχε διαμορφώσει έτσι το αυτοκίνητό του ώστε να ταιριάζει στην κατάσταση της υγείας του και εδώ θα σας πω κάτι πολύ συγκινητικό. Κάτι που θα θυμάμαι πάντα από εκείνον. Όταν δεν έπαιρνε το αμάξι του στην Κολωνού, κοντά στην πλατεία Κουμμουνδούρου και κατέβαινα εγώ με το δικό μου, τον έπαιρνα τηλέφωνο για να παρκάρω εγώ. Παρότι η θέση του πάρκινγκ ήταν δική του, απηυδισμένη απ' το γεγονός πως δεν έβρισκα να παρκάρω, τον ρωτούσα και όποτε δεν είχε εκείνος το ΙΧ του, με άφηνε να πάρω τη θέση. Προβλήματα με την αστυνομία δεν είχαμε, ήταν ενήμεροι απ' τον ίδιο ότι ήμουν οικεία του.
Όσο για το μελάνωμα, έλεγε:
«Ο πατέρας μου μπόρεσε να με στείλει στο Κολλέγιο, κάτι που δεν εκτίμησα κι έτσι με έδιωξαν κακήν κακώς. Είχα προλάβει όμως να πάρω πολλά. Πήγα στου Μωραΐτη. Δεν ήμουν σπουδαίος μαθητής, αλλά ήμουν αστέρι στην διοργάνωση μαθητικών συμβουλίων, σχεδίαζα του σχολείου τα περιοδικά.
Δούλεψα φέρνοντας την αίγλη του εξωτερικού στην Ελλάδα. Αρχικά ήταν οι βιτρίνες στο Λονδίνο, 120 μαγαζιά, καταχωρήσεις, διαφημίσεις, editorial και μετά εδώ.
Οταν άκουσα την λέξη μελάνωμα δεν κατάλαβα ότι ήταν ο θάνατος φτιαγμένος μέσα σε μια φακίδα. Ηταν το ΄75. Πήγα στον γιατρό και μου είπε να το αφαιρέσουμε το ταχύτερο. Μέσα στις επόμενες ημέρες πήγα στο Μemorial, συνάντησα τον κορυφαίο γιατρό για το μελάνωμα και μου το αφαίρεσε αμέσως. Ο καρκίνος ήταν πάνω από το τρίτο στάδιο.
Ενάμιση χρόνο μετά πήγα κι έκανα αυτή την τεράστια επέμβαση, αφαίρεσα ώμο, ωμοπλάτη, κλείδα, τα πάντα…»
Πώς περιέγραφε τη ζωή του
Γεννήθηκα μέσα τη μόδα και μεγάλωσα μέσα στο μαγαζί του πατέρα μου, του Κώστα Τσεκλένη. Είχε κατάστημα με υφάσματα στο κέντρο της Αθήνας και πήγαινα από μικρός εκεί και τον βοηθούσα. Κάπως έτσι μου μπήκε το μικρόβιο κι επειδή πάντα ζωγράφιζα καλά άρχισα σιγά – σιγά να ασχολούμαι με την μεταποίηση υφασμάτων. Επίσης, πήγαινα στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και έπαιρνα τα δειγματολόγια για το μαγαζί και θυμάμαι ότι είχα από την αρχή πολύ δυνατό κριτήριο για τα σχέδια που θα πουλούσαν περισσότερο στην αγορά. Αυτή ήταν η αρχή στην ενασχόληση μου με την μόδα.
Παράλληλα με τα παραπάνω, μπήκα σιγά – σιγά και στον χώρο της διαφήμισης. Άρχισα να δουλεύω 4 ώρες την ημέρα σε μία διαφημιστική, γνωρίζοντας μεγάλους πελάτες και μαθαίνοντας τα μυστικά του μάρκετινγκ και της προώθησης των προϊόντων.
Πριν πεθάνει ο πατέρας μου μού ζήτησε ένα πράγμα: «Να μην αφήσω την μόδα». Αυτό έκανα, αναλαμβάνοντας το μαγαζί.
Τα πρώτα μου σχέδια για ρούχα τα έφτιαξα το 1965 με την συλλογή Waves & Abstracts. Από την αρχή αυτό που κέντριζε το ενδιαφέρον μου ήταν η θεματική μόδα. Είχα πάντα τον τρόπο να επιλέγω ένα θέμα που θα είχε τις ρίζες του είτε στην ελληνική παράδοση, είτε στην παγκόσμια ιστορία αλλά το οποίο θα ήταν - ως δια μαγείας - και στην επικαιρότητα.
Οι καμπάνιες που κάναμε ήταν πάντα τρομερά δυνατές. Θυμάμαι το 1972, στην τελευταία πασαρέλα της Έφης Μελά, είχαμε παρουσιάσει τα σχέδια εμπνευσμένα από τους Τσάρους της Ρωσίας. Εκείνη την ίδια ημέρα, στις 22 Μαΐου του 1972, ο Νίξον και ο Κίσινγκερ προσγειώθηκαν στη Μόσχα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την δημοσιότητα που πήρε η κολεξιόν. Έγινε πρώτο θέμα, την παρουσίασαν μαζί με τις διεθνείς ειδήσεις. Μπήκαμε στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου, ανάμεσα τους και οι New York Times.
Η ανακοίνωση για τον θάνατό του
Με μεγάλη μας θλίψη σας ανακοινώνουμε ότι ένας μεγάλος Έλληνας, ένας άνθρωπος της μόδας, ο δικός μας άνθρωπος, ο διάσημος σχεδιαστής Γιάννης Τσεκλένης έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020 σε ηλικία 82 ετών.
Ο Γιάννης Τσεκλένης ήταν ο άνθρωπος που οδήγησε την ελληνική μόδα έξω από τα σύνορα της χώρας. Δημιουργίες του πωλήθηκαν παγκοσμίως από κορυφαία καταστήματα, σε περισσότερες από 30 χώρες στο διάστημα 1965 με 1991.
Τα σχέδια για τα υφάσματα των ρούχων του τα αντλούσε από τον ελληνικό και τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Ο Γιάννης Τσεκλένης είχε δωρίσει το σύνολο των συλλογών του στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου» και έργα του έλαβαν μέρος σε πολλές αναδρομικές εκθέσεις, όπως «Γιάννης Τσεκλένης – Ένας Έλληνας σχεδιαστής μόδας», στο Θέατρο Θησείο στην Αθήνα, «6 ‘Παγκόσμιοι’ Έλληνες σχεδιαστές» στο Ζάππειο, στο Λονδίνο και τη Λευκωσία και την πρόσφατη «Tseklenis. Τα χρόνια της μόδας» στο Ναύπλιο.
Ο Γιάννης Τσεκλένης ετοίμαζε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο τέλος του χρόνου, η οποία και θα γίνει προς τιμήν του από τους φορείς που την είχαν αναλάβει.
Για το έργο του είχε λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις ανάμεσα στις οποίες τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος, το Χρυσό Μετάλλιο της Μόδας από το Ελληνικό Ινστιτούτο Μόδας, την Κόρη των Κυκλάδων από το Ελληνικό Κέντρο Μόδας και το βραβείο Δίολκος της Ελληνικής Ακαδημίας Marketing.
TIPΣε τραγική κατάσταση είναι ο γιος του, Κωνσταντίνοs, γνωστός εννοιολογικός καλλιτέχνης και κινηματογραφιστής και φυσικά η Έφη Μελά.
EXTRA TIP
Η απώλειά του δεν αφήνει απλώς δυσαναπλήρωτο κενό στον χώρο. Ο «sir» Τσεκλένης ανήκει στην κατηγορία των αναντικατάστατων. Υπήρξε εμβληματική - η πιο εμβληματική - μορφή στην ελληνική μόδα. Λάτρευε, δε, τη Σοφία Κοκοσαλάκη (που έφυγε πέρσι -τι χρονιά κι αυτή- απ' τη ζωή) και τη δημιουργικότητά της. Eδώ, μάλιστα, να σας πω ότι κάθε φορά που με έβλεπε με μαλλιά-αφάνα, μου την «έλεγε»: «Ντόνα, δεν είσαι περιποιημένη σήμερα». Τόσο κομψά όμως μου την «έλεγε». Άλλωστε, ήταν αριστοκράτης. Αυθεντικός. Και στη μόνη αριστοκρατία που πίστευε ήταν αυτή του πνεύματος. Καμία άλλη - και ορθώς. Οι φανφαρόνοι νεόπλουτοι δεν τον αφορούσαν, ούτε ήθελε να ασχολείται μαζί τους. Για κανένα λόγο.
Καλό Παράδεισο σ' έναν πραγματικό gentleman, σ' έναν απ' τους πιο μορφωμένους και καλλιεργημένους και οραματιστές που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Νιώθω ευλογημένη που στην ουσία -με τον τρόπο μου- μαθήτευσα δίπλα σ' ένα τέτοιο, μοναδικό άνθρωπο.