Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης: Αλήθειες και μύθοι – Ο πραγματικός ρόλος της Ευρώπης

«Τι λένε οι ξένοι, για τον αγώνα Πρίγκιπα;», ρώτησε ο Κολοκοτρώνης τον Δημήτριο Υψηλάντη καθώς ξαπόσταιναν από το τουφεκίδι μιας νικηφόρας μάχης στο Μοριά.

Κι ο Πρίγκιπας που καταγινόταν με την ανάγνωση των Ευρωπαϊκών εφημερίδων, απάντησε με καμάρι: «Μας θαυμάζουν. Στεφανώνουμε λένε με τις δάφνες της νίκης τα άρματα μας παρά το γεγονός ότι τούτος ο Αγώνας ξεκίνησε πέρα από κάθε λογική».

Δεν ήταν όμως, από την αρχή,  αυτή η θέση του Ευρωπαϊκού παράγοντα απέναντι στον Ελληνικό ξεσηκωμό. Ίδιοι σαν πάντα και απαράλλακτοι στο διάβα των αιώνων οι ισχυροί της «σκακιέρας» είδαν με συμπάθεια το Εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων μόνον όταν κατάλαβαν, αφενός ότι δεν μπορούν να το αναχαιτίσουν εύκολα, αφετέρου δε, ότι –υπό προϋποθέσεις– θα μπορούσε να τους εξυπηρετήσουν οι εξελίξεις.

Η παρουσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος ήταν υποστράτηγος του ρωσικού στρατού, είχε χάσει το δεξί του χέρι στη μάχη της Λειψίας το 1812 και υπηρετούσε στη φρουρά του Τσάρου Αλέξανδρου Ά, σε πολλές από της προεπαναστατικές ζυμώσεις των Ελλήνων οπλαρχηγών έδινε την  εντύπωση ότι οι Ρώσοι θα τεθούν εξ’ αρχής στο πλευρό της επανάστασης.

Αυτό λειτούργησε περισσότερο ως επιχείρημα των αποφασισμένων για όλα Ελλήνων πολεμάρχων που για να πείσουν τους πιο διστακτικούς έλεγαν πως «ο ίδιος ο Τσάρος θα είναι η κεφαλή». Η μακρά Ρωσοτουρκική διένεξη έδινε τροφή σε αυτό το σενάριο.

Image removed.

Ο Υψηλάντης μετά από μια συνάντηση του με τον Ξάνθο στις 12 Απριλίου 1820 άρχισε αμέσως τις επαφές του με Φιλικούς.

Ζήτησε και έλαβε απεριόριστη άδεια από τον Αυτοκράτορα και οργάνωσε συναντήσεις με Φιλικούς στη Μόσχα και την Οδησσό. Ο Τσάρος ωστόσο είχε τον «πονοκέφαλο» που άκουγε στο όνομα Κλέμενς φον Μέττερνιχ.

Ο μηχανορράφος ισχυρός άνδρας της κραταιής τότε Αυστροουγγαρίας, εμμονικά ανθέλληνας και εκλεκτός συνδαιτυμόνας της Αυλής του Σουλτάνου πάσχιζε να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση έχοντας μετατρέψει τη Βιέννη σε σουλάτσο πρακτόρων και ρουφιάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η απολύτως εχθρική στάση απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση ήταν μια από τις θεμελιώδεις αρχές  της Ιεράς Συμμαχίας.

Image removed.

Συγκεκριμένα, μετά τις αναταραχές που προκάλεσαν στην Ευρώπη οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, πραγματοποιήθηκε το συνέδριο της Βιέννης (1814-1815), που οι Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Ρωσία, αλλά και η ηττημένη Γαλλία) συμφώνησαν στη δημιουργία μιας συμμαχίας, η οποία θα είχε ως πρώτιστο μέλημα την αποτροπή επαναστατικών ενεργειών και τη διατήρηση των ισορροπιών στη «Γηραιά Ήπειρο».

Το πρώτο βήμα, για την διαφοροποίηση αυτής της στάσης  έγινε από τη Μεγάλη Βρετανία, με τη σύναψη του επαναστατικού δανείου, μέσω του οποίου αναγνωριζόταν στην ουσία η «νομιμότητα» του Ελληνικού Αγώνα.

Κομβικής σημασίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η άνοδος του George Canning στο Υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, το 1822.

Από το νέο του αξίωμα, ο Canning προσπάθησε να ακολουθήσει μία διαφορετική εξωτερική πολιτική από εκείνη του προκατόχου του. Μεγαλύτερη όλων όμως ήταν η συμβολή Ευρωπαίων ανθρώπων του πνεύματος, ποιητών, ζωγράφων και φιλοσόφων που ποτισμένοι με τις ιδέες του διαφωτισμού, αγκάλιασαν με ενθουσιασμό την Ελληνική Επανάσταση, ασκώντας πιέσεις υπέρ του Ελληνικού ξεσηκωμού –άλλες αποτελεσματικές κι άλλες όχι– στις κυβερνήσεις των χωρών τους.

Στις αρχές της επανάστασης, η Γαλλία, όπως και οι υπόλοιπες δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας, καταδίκασαν την εξέγερση των Ελλήνων.

Ακολούθησε μία περίοδος «υπογείων» διπλωματικών εργασιών, που επισήμως τηρούνταν πολιτική ουδετερότητας, αλλά, σε ανεπίσημο επίπεδο, είχαν αναπτύξει επαφές με μία ομάδα Ελλήνων, προκειμένου να τοποθετηθεί στον θρόνο του μελλοντικού ελληνικού κράτους μονάρχης γαλλικής καταγωγής, αντί του Ιωάννη Καποδίστρια, ο όποιος ήταν και η επιθυμία των περισσοτέρων.

Image removed.

Η εξωτερική πολιτική της Γαλλίας έγειρε ελαφρώς υπέρ της Ελλάδας και σε επίσημο πλέον επίπεδο, μόλις το καλοκαίρι του 1827, όταν και υπεγράφη από τη Βρετανία, τη Ρωσία και τη Γαλλία η Συνθήκη του Λονδίνου.

Η παραπάνω συνθήκη υπεγράφη σε μία κρίσιμη καμπή της ελληνικής επανάστασης. Συγκεκριμένα, σχεδόν ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε περιέλθει στον οθωμανικό έλεγχο, όπως επίσης και μεγάλο ποσοστό της Πελοποννήσου.

Το περιεχόμενο της συνθήκης δεν διέφερε σημαντικά από ό,τι είχε συμφωνηθεί ανάμεσα σε Μ. Βρετανία και Ρωσία έναν χρόνο νωρίτερα.

Υπήρχε, ωστόσο, μία σημαντική προσθήκη, η οποία είχε τη μορφή μυστικού άρθρου: σε περίπτωση που οι Οθωμανοί δεν δέχονταν τις αποφάσεις, που θα λαμβάνονταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες θα είχαν ρόλο διαμεσολαβητή, τότε αυτές θα μπορούσαν να τις επιβάλουν ακόμα και με τη χρήση βίας.

Σε γενικό βαθμό, όμως, στόχος των συμμάχων ήταν να αποφευχθούν οι εχθροπραξίες και αυτή ήταν και η εντολή που στάλθηκε στους επικεφαλής του συμμαχικού ναυτικού, που είχε φτάσει στο Αιγαίο.

Είναι προφανές ότι στην Ευρωπαϊκή διπλωματία παλινώδησε και μετατοπίσθηκε περισσότερες από μια φορές, ως προς τη θέση της απέναντι στους Επαναστατημένους Έλληνες. Μέχρι το 1821 είχαν καταπνιγεί εν τη γενέση τους πολλές απελευθερωτικές προσπάθειες των Ελλήνων.

Image removed.

Μια άποψη από σημαντική ομάδα ιστορικών υποστηρίζει πως η επανάσταση του 1821, θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει –όπως και έγινε– χωρίς καμιά έξωθεν βοήθεια.

Αλλά δεν θα μπορούσε να τελειώσει νικηφόρα χωρίς συμμαχική στήριξη.

Το γεγονός ότι το πρώτο πολιτικό σκηνικό του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους θεμελιώθηκε σε κόμματα των οποίων τα ονόματα, αναφέρονταν ευθέως στις χώρες από όπου αντλούσαν την επιρροή τους (Αγγλικό, Ρωσικό, Γαλλικό) αποτυπώνει ξεκάθαρα τη διάθεση κηδεμονίας της μετεπαναστατικής πραγματικότητας από τους ισχυρούς του τότε κόσμου. Κάτι που, όπως δείχνει η ιστορία, δεν άλλαξε ποτέ…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWS2U ΣΤΟ INSTAGRAM