Και ξαφνικά το τηλεοπτικό κοινό δοκίμασε μια έκπληξη: Ο Σπύρος Παπαδόπουλος ανακοίνωσε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ότι το «Στην Υγειά μας ρε παιδιά» η εκπομπή που έχει γράψει τη δική της πραγματική ιστορία ρίχνει τίτλους τέλους – οριστικά κι αμετάκλητα. Κι έτσι κάπου 884 Σαββατόβραδα ξεκίνησαν το βήμα τους στο μονοπάτι των αναμνήσεων. Η εξέλιξη αυτή δεν προκάλεσε σοκ για αυτούς που γνωρίζουν τα πράγματα «από μέσα». Σε αυτά τα 17 χρόνια άλλαξαν πολλά και απολύτως κοσμογονικά. Από τις κοινωνικές συνθήκες, ως και τον ίδιο το Σπύρο. Που ο κόσμος τον ήξερε αλλά μέσα από αυτήν την εκπομπή τον αγάπησε, τον έκανε φίλο, τον έβαλε στο σαλόνι του σπιτιού του.
Δεν είναι όμως μόνο η πολυκαιρία που μπορεί και να κούρασε, ούτε το concept που – κάποιοι λένε – ότι εξαντλήθηκε. Στον λαμπερό κόσμο της σόουμπιζ, όμως πολλά πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Είναι και μια σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που παρά το ότι πασχίζει να μείνει αθέατη αλλά εν τέλει επιβάλει τους δικούς της κανόνες στα πράγματα.
Όταν ξεκίνησε η εκπομπή ήταν ένα γλέντι, την εποχή που η Ελλάδα ακόμη γλεντούσε και γλεντούσε πολύ. Ο Σπύρος ήταν ένας γνωστός και αγαπημένος ηθοποιός, με λαϊκό προφίλ και φρέσκο τηλεοπτικό πρόσωπο που δεν δυσκολεύτηκε να αγαπηθεί, Μέσα από το σκηνικό της ανέμελης ταβέρνας που έστησε έβαλε την ΕΡΤ στην εκκίνηση του ανταγωνισμού και αποφεύγοντας τη στημένη μανιέρα του προσποιητού κεφιού κόρδωσε γρήγορα κι εύκολα την κούρσα, από τη Σεμίνα Διγενή που έκανε κάτι παρόμοιο, αλλά λιγότερο αυθόρμητο στον Alpha.
Την ιδέα σήκωσε κι ο Alpha όταν ο Σπύρος άλλαξε τηλεοπτική στέγη. Τα πράγματα όμως άλλαξαν άρδην την ώρα που πέρασε το κατώφλι του ΣΚΑΪ. Το συντηρητικής φιλοσοφίας κανάλι του νέου Φαλήρου, δεν μπόρεσε να αφομοιώσει το απελευθερωτικό γλεντοκόπι. Και πως θα μπορούσε να γίνει αυτό αφού, πριν και μετά την εκπομπή έβγαιναν κάτι «αιμοδιψείς» για το κοινό, τύποι που προπαγάνδιζαν την «ανάγκη κοινωνικών θυσιών» και αποθέωναν με αλαζονικό χαμόγελο τα μνημόνια. Έτσι ο ΣΚΑΙ αντί να προτάξει ως «όπλο» το Σπύρο, τον «κατάπιε» τον μετέτρεψε κι αυτόν σε γραφειοκράτη και την αγάπη του κόσμου σε οδυνηρό ερώτημα «πόσα να κονομάει». Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε νομοτελειακά.
Κι επειδή η… φτώχεια φέρνει γκρίνια άρχισαν σιγά – σιγά μα ακούγονται και δυσάρεστα πράγματα, για το Σπύρο και την εκπομπή του που άλλοτε φάνταζαν αδιανόητα: Το χορό άνοιξε η Μαντώ. «Έχουμε υπογράψει όλοι οι τραγουδιστές μία σύμβαση, η οποία έχει σταλεί και στα κανάλια. Τους τελευταίους μήνες και λόγω της πανδημίας οι καλλιτέχνες πρέπει να αμείβονται όταν παρουσιάζουν ζωντανά την μουσική τους και κάτι τέτοιο δεν ήταν μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης εκπομπής, οπότε δεν δέχθηκα να πάω. Δεν το έκανα για να δημιουργήσω κάποιο θόρυβο, το έκανα για να αφυπνίσω τους συναδέλφους να μην τραγουδούν ζωντανά χωρίς αμοιβή» ήταν τα λόγια της.
Την ίδια δε επιλογή και για τους ίδιους λόγους έκαναν και άλλοι δύο τραγουδιστές, ο Δάκης και ο Κώστας Μπίγαλης.
Δίκιο ή άδικο ακούστηκαν φωνές που χρέωναν στο Σπύρο όλο αυτό το κλίμα, μαζί με μια ένταξη του σε μιαν άυλη «ελίτ» που φαίνεται να μην ακουμπά πια την κοινωνία. Και… πάνω στην ώρα ήρθε και το «κερασάκι στην τούρτα». Δυο φρέσκα πρόσωπα στην ΕΡΤ, η Ναταλία Δραγούμη κι ο Μιχάλης Μαρίνος, καλοί, γνωστοί ηθοποιοί, αλλά άφθαρτα τηλεοπτικά πρόσωπα ήρθαν να στήσουν το ίδιο προτζεκτ στην ΕΡΤ – με πιο ζεστές, πιο οικογενειακές προδιαγραφές. Και κάνουν τη δουλειά τους με χαμηλούς τόνους χωρίς υπερβολές και με όρους συμβατούς με την εποχή χωρίς, όμως, να εγκλωβίζονται.
Τα νούμερα του «Στην υγειά μας ρε παιδιά» φαίνεται ότι αρχίζουν να «χλομιάζουν». Η εκπομπή – στην οποία οφείλει πολλά η Ελληνική τηλεόραση, ωρίμασε φαίνεται οδυνηρά κι ήρθε μοιραία η πτώση από το «τηλεοπτικό δέντρο». Δεν είναι ότι γέρασε ο Σπύρος. Είναι ότι ο ΣΚΑΙ δεν μπόρεσε ποτέ να απορροφήσει την γενεσιουργό λογική της εκπομπής . Έτσι «πέθανε» το «Στην υγειά μας ρε παιδιά». Σαν ένα μεγάλο ηθοποιό που έχει γνωρίσει δόξα κι αποθέωση, αλλά στο τέλος πεθαίνει σε έναν κακό οίκο ευγηρίας.