Μεσανατολικό - Ερντογάν: Kαι ηγέτης των μουσουλμάνων και φίλος με το Ισραήλ;

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
Photo: AP

Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποδίδει μεγάλη σημασία στο παλαιστινιακό ζήτημα και αυτοπροβάλλεται ως υπερασπιστής των Παλαιστινίων και των ιερών ισλαμικών τοποθεσιών στην Ιερουσαλήμ. Σε αυτό συνέβαλε το δόγμα του Νταβούτογλου (υπουργός Εξωτερικών 2009-2014). Σύμφωνα με τον «αρχιτέκτονα της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής», η Τουρκία μπορεί να γίνει μεγάλη δύναμη μόνο αν συνεργαστεί ενεργά με τα μουσουλμανικά κράτη στη Μέση Ανατολή. Αυτή η πολιτική ονομάστηκε «Μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες».

Ο Νταβούτογλου οραματίστηκε μια Τουρκία ισχυρή σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «προστάτη των μουσουλμάνων, από τις Φιλιππίνες και τη Σομαλία έως τη Μιανμάρ και τη Βοσνία». Σύμφωνα με τον Τούρκο δημοσιογράφο και συγγραφέα Μουσταφά Ακόλ, το κυβερνών κόμμα AKP δεν είναι ισλαμικό, και ο όρος «μουσουλμανική ιδεολογία» ή «μουσουλμανικός εθνικισμός» στην πραγματικότητα συνεπάγεται «μια συναισθηματική συγγένεια» με τους Μουσουλμάνους Αδελφούς σε όλο τον κόσμο. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Ερντογάν κατά την επίσκεψή του τον Ιούλιο του 2008 στο Ιράκ τόνισε: «Δεν είμαι ούτε Σιίτης ούτε Σουνίτης. Είμαι μουσουλμάνος». Μάλιστα, το 2010 ο ηγέτης της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα αποκάλεσε τον Ερντογάν «μουσουλμάνο ήρωα». 

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
Photo: AP

Η Τουρκία αναζητούσε στρατηγική αυτονομία και προς αυτό τον σκοπό υπερασπιζόταν το Ιράν, τη Συρία και τη Χαμάς. Αξιοποιώντας το παλαιστινιακό ζήτημα, ο Ερντογάν προσπαθούσε να παρουσιάσει την Τουρκία στο αραβικό κοινό ως ηγετική δύναμη στη Μέση Ανατολή, να αποκτήσει ισλαμική νομιμότητα και να οικοδομήσει μια οικονομική υποδομή στην περιοχή. Σε ομιλία του μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2014 στη Νέα Υόρκη στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (CFR) είχε πει: «Το παλαιστινιακό ζήτημα είναι ένα σημαντικό ζήτημα που έχει αντίκτυπο όχι μόνο στους Παλαιστινίους, αλλά σε όλους τους μουσουλμάνους και σε όλους που έχουν συνείδηση ​​στον κόσμο. Και στην πραγματικότητα, το παλαιστινιακό ζήτημα βρίσκεται στην καρδιά πολλών από τα θέματα της περιοχής». 

Οι ειδικές σχέσεις με τη Χαμάς

Από τότε που το AKP ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Νοέμβριο του 2002, η ρητορική και η συμπεριφορά του κόμματος υπέρ της Χαμάς μετέτρεψαν την παραδοσιακή τουρκική συμπάθεια για τους Παλαιστινίους σε συμπάθεια για τη Χαμάς. Τον Μάρτιο του 2006 ο Ερντογάν κάλεσε την υψηλού επιπέδου αντιπροσωπεία της Χαμάς για επίσκεψη στην Τουρκία, αμέσως μετά την επιτυχία της τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς στις εκλογές του Παλαιστινιακού Νομοθετικού Συμβουλίου. Ο Ερντογάν υποστήριξε ότι η επίσκεψη δημιούργησε μια ευκαιρία για τις τουρκικές αρχές να «μεταφέρουν τις προσδοκίες ολόκληρης της ανθρωπότητας στην αντιπροσωπεία της Χαμάς». Η κυβέρνηση του AKP κάλεσε τις δυτικές χώρες να «αναγνωρίσουν τη Χαμάς ως τη νόμιμη κυβέρνηση του παλαιστινιακού λαού» και Τούρκοι αξιωματούχοι ανέφεραν επανειλημμένα ότι η Χαμάς είναι η δημοκρατικά εκλεγμένη ομάδα στην οποία δεν δόθηκε η ευκαιρία να κυβερνήσει.

Οικονομική αρωγή από την Τουρκία

Από το 1995 η τουρκική κυβέρνηση, άμεσα ή έμμεσα μέσω διεθνών οργανισμών, όπως η UNRWA και το WFP, έχει προσφέρει βοήθεια σε αγαθά ή σε μετρητά προς την Παλαιστίνη σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξης, της υγείας, της εκπαίδευσης, των δημόσιων οικονομικών, της δημιουργίας θεσμών, της ασφάλειας, του τουρισμού καθώς και της γεωργίας.

Η Τουρκία υποστηρίζει ενεργά τις προσπάθειες του κράτους της Παλαιστίνης για μεταρρύθμιση. Σε αυτό το πλαίσιο, Τούρκοι εμπειρογνώμονες συμμετείχαν στη διαδικασία συνταγματικής και διοικητικής μεταρρύθμισης. Εκτός από αυτό, το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας προσφέρει ένα πρόγραμμα ειδικής εκπαίδευσης από το 2004, στο πλαίσιο του οποίου ορισμένοι νέοι Παλαιστίνιοι διπλωμάτες βρίσκουν την ευκαιρία για επαγγελματική κατάρτιση. Οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και του κράτους της Παλαιστίνης έχουν κερδίσει σταθερά έδαφος από την υπογραφή της Συμφωνίας Ελεύθερων Συναλλαγών το 2004.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία τρία χρόνια η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει ετήσιες συνεισφορές ύψους 10 εκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων για τη στήριξη του βασικού προϋπολογισμού της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες της Παλαιστίνης στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA), ενώτο 2020 έκανε δωρεά σε είδος αξίας 9,7 εκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στη Γάζα. Ο Τούρκος γενικός πρόξενος στην Ιερουσαλήμ, πρέσβης Αχμέτ Ρίζα Ντεμίρ είχε δηλώσει: «Η Τουρκία θα συνεχίσει να υποστηρίζει τους πρόσφυγες της UNRWA και της Παλαιστίνης έως ότου υπάρξει μια δίκαιη λύση για την κατάστασή τους. Καλούμε επίσης τη διεθνή κοινότητα να σταθεί με την UNRWA, καθώς δεν υπάρχει εναλλακτική λύση σε αυτό». 

Ιούλιος 2017 - Ερντογάν: «Ελάτε να προστατέψουμε όλοι μαζί την Ιερουσαλήμ»

Μετά την απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στις 6 Δεκεμβρίου 2017 να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του Ισραήλ και την ανακοίνωση του σχεδίου του να μεταφέρει την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, είχε συγκληθεί εκτάκτως ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη υπό τη φιλοξενία της Τουρκίας. Ως πρόεδρος του οργανισμού, ο Ερντογάν είχε υπογραμμίσει: «Σήμερα συναντηθήκαμε εδώ προκειμένου να συζητήσουμε την παραβίαση που διαπράχθηκε στο ιστορικό καθεστώς του πρώτου κίμπλα (σ.σ. η κίμπλα, η κατεύθυνση προς την οποία στρέφονται οι μουσουλμάνοι όταν προσεύχονται, είναι η κατεύθυνση προς την Κάαμπα) του Ισλάμ και την Ιερουσαλήμ που η πόλη της Αλ Άκσα». 

Στην ομιλία του ο Πρόεδρος είχε δείξει με χάρτες πως από το 1974 μέχρι σήμερα, όσο περνούσαν τα χρόνια, η κατοχή του Ισραήλ επεκτάθηκε σε όλη την Παλαιστίνη και είχε προσθέσει: «Αυτό δείχνει το εξής: το Ισραήλ είναι ένα κράτος κατοχής. Συνάμα το Ισραήλ είναι ένα κράτος τρομοκρατίας. Λίγα μόνο λεπτά θα αρκούσαν στον καθένα που επισκεπτόταν τα σοκάκια της Ιερουσαλήμ, αυτής της αρχαίας πόλης, να αντιληφθεί πως πρόκειται για μια πόλη που τελεί υπό κατοχή». Παράλληλα, είχε καλέσει τις «ΗΠΑ να πάρουν πίσω αυτό το παράνομο βήμα» και είχε τονίσει ότι οι ΗΠΑ έχασαν τελείως την ιδιότητα του μεσολαβητή. «Προσμένουμε από τις ισλαμικές χώρες να αναλάβουν ευθύνη για την παγκόσμια ειρήνη. Απευθύνω έκκληση για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του υπό κατοχή παλαιστινιακού κράτους» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.

Μάλιστα, ο Ερντογάν είχε καλέσει τους μουσουλμάνους από όλο τον κόσμο να επισκεφτούν και να προστατέψουν την Ιερουσαλήμ. «Ελάτε να προστατέψουμε όλοι μαζί την Ιερουσαλήμ» είχε είπε, προσθέτοντας: «Το Ισραήλ, που δεν δείχνει κανένα σεβασμό για το τέμενος αλ Άκσα και τον Θόλο του Βράχου, θα υποστεί τη μεγαλύτερη ζημιά».

Ο νέος «σουλτάνος» οραματίζεται μια τουρκική Ιερουσαλήμ;

Ο Ερντογάν τοποθετεί το Ισλάμ στο επίκεντρο της εσωτερικής ατζέντας της Τουρκίας και θα ήθελε να ηγηθεί του παγκόσμιου Ισλάμ. Ενδεχομένως να βλέπει τον εαυτό του ως έναν νέο σουλτάνο της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το θέμα είναι ποιον έχει ως πρότυπο. Διεθνή μέσα ενημέρωσης αναφέρουν ότι αναπολεί τις ένδοξες μέρες του Σελίμ Α’, ο οποίος κυριάρχησε στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Το 1517, οι Οθωμανοί νίκησαν την Αυτοκρατορία Mamluk με έδρα το Κάιρο, καταλαμβάνοντας όλη την επικράτειά της στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Αυτή η έκρηξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή τη μετέτρεψε σε στρατιωτική και πολιτική δύναμη της περιοχής και σε ένα από τα μεγαλύτερα κράτη του κόσμου. Οι Οθωμανοί κυριαρχούσαν στις σημαντικότερες εμπορικές διαδρομές του πλανήτη μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας και διά θαλάσσης μέσω του Περσικού Κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας. Η Τουρκική Δημοκρατία κληρονόμησε μεγάλο μέρος αυτής της εξουσίας μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας και την άνοδο της Δημοκρατίας το 1923.

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
Photo: AP

Και ενώ κάθε σύγχρονος Τούρκος ηγέτης απομακρύνθηκε από την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το Ισλάμ, για να προσπαθήσει να προβάλει ένα πιο «δυτικό» και «κοσμικό» πρόσωπο για τη Δημοκρατία, ο Ερντογάν είναι ο πρώτος που έχει αγκαλιάσει ενεργά το οθωμανικό παρελθόν και την ισλαμική κληρονομιά της Αυτοκρατορίας. Και εδώ ο Σελίμ αποδεικνύεται κλειδί για την εικόνα του Ερντογάν. Η νίκη του επί των Mamluks έκανε την Οθωμανική Αυτοκρατορία πλειοψηφικό μουσουλμανικό κράτος πρώτη φορά στην ιστορία της, και ο Σελίμ έγινε ο πρώτος Οθωμανός σουλτάνος ​​που κυβέρνησε τη Μέκκα και τη Μεδίνα, τις πιο ιερές πόλεις του Ισλάμ, κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του χαλίφη και παγιώνοντας τα παγκόσμια ισλαμικά διαπιστευτήρια της αυτοκρατορίας.

Από τη μεριά του, ο Ερντογάν και οι συνάδελφοί του στο ισλαμικό κόμμα περιγράφουν τακτικά τους εαυτούς τους ως «εγγόνια» των Οθωμανών. Σε αυτή τη γενεαλογία, ο Ερντογάν παρακάμπτει σκόπιμα μια γενιά –αυτή των δημοκρατικών πατέρων της Τουρκίας από το 1923– για να πηδήξει πίσω στον χρόνο, τότε που οι Οθωμανοί κυβέρνησαν τον κόσμο με το σήμα της τουρκικής σουνιτικής πολιτικής, στην εποχή του Σελίμ. 

Αξίζει να θυμηθούμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε υπό τον έλεγχό της την Ιερουσαλήμ από το 1516 έως το 1917. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μεγάλη Βρετανία πήρε τον έλεγχό της έως την ανακήρυξη του Ισραήλ ως ανεξάρτητου κράτους, το 1948. Η Τουρκία καθιέρωσε επίσημες σχέσεις με τον Οργανισμό Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (PLO) το 1975 και ήταν μια από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν το παλαιστινιακό κράτος στις 15 Νοεμβρίου 1988. Επιπλέον, η Τουρκία απέδωσε σημασία στη σχέση της με την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή (PNA) καθώς και στη συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του παλαιστινιακού λαού. 

Βλέψεις προς το Ισραήλ 

Η αυξανόμενη απομόνωση της Τουρκίας στη γειτονιά της και οι τεταμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ οδήγησαν την Άγκυρα στο να προβαίνει σε ενέργειες εξομάλυνσης των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, η τουρκο-ισραηλινή σχέση ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στις εξελίξεις που σχετίζονται με τα παλαιστινιακά εδάφη. Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας υποβαθμίστηκαν, όταν στις 31 Μαΐου 2010 Ισραηλινοί κομάντο σκότωσαν δέκα Τούρκους επί του τουρκικού πλοίου Mavi Marmara, το οποίο προσπαθούσε να παραβιάσει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας που επέβαλε το Ισραήλ, όταν η Χαμάς κατέλαβε τον έλεγχο της περιοχής το 2007.

Η στρατιωτική συνεργασία και η συνεργασία πληροφοριών καθώς και ο τουρισμός υπέστησαν σοβαρά προβλήματα. Τον Αύγουστο του 2016, έξι χρόνια μετά το ναυτικό περιστατικό με το Mavi Marmara, το Ισραήλ και η Τουρκία υπέγραψαν συμφωνία για εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων. Τα κίνητρα που ενθάρρυναν τη συμφιλίωση περιλάμβαναν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και μια ενεργειακή συμφωνία που θα διευκόλυνε τις εξαγωγές φυσικού αερίου του Ισραήλ προς την Ευρώπη και θα ενίσχυε τη θέση της Τουρκίας ως ενεργειακού κόμβου στην περιοχή. 

Παραδοσιακά, η Τουρκία βλέπει το Ισραήλ ως έναν τρόπο να ακουστεί η φωνή της στην Ουάσινγκτον. Μέσα από τη σχέση της με το Ισραήλ, η Άγκυρα ανέμενε ισχυρή υποστήριξη από την Ουάσινγκτον. Αυτό όμως άλλαξε το 2008, όταν μια προσπάθεια για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ισραήλ και Συρίας, για την οποία εργάστηκε προσωπικά ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, απέτυχε, αφότου το Ισραήλ ξεκίνησε την επιχείρηση «Cast Lead», μια μαζική στρατιωτική επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η Άγκυρα ένιωσε προδομένη από τη δράση του Ισραήλ, η οποία είναι η βασική αιτία των πολιτικών κρίσεων μεταξύ των δύο χωρών μέχρι σήμερα.

Αχμέτ Νταβούτογλου
Φωτογραφία: Wikipedia

Με το δόγμα του υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία παρουσίαζε τον εαυτό της ως φύλακα όλων των καταπιεσμένων, και το παλαιστινιακό ζήτημα έγινε κεντρικό, επηρεάζοντας βαθιά τις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις. Αυτό οδήγησε στην κατηγοριοποίηση του Ισραήλ ως απειλής και στην απονομιμοποίησή του στον Τύπο, στα κοινωνικά μέσα και στις δημόσιες ομιλίες της άρχουσας ελίτ. Η κριτική που ασκήθηκε στο Ισραήλ βοήθησε το κυβερνών τουρκικό κόμμα (ΑΚΡ) να βρει υποστηρικτές, καθώς η τουρκική κοινή γνώμη παραμένει επικριτική για το Ισραήλ. Μεταξύ άλλων, η Άγκυρα αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται πλέον το Ισραήλ να μεσολαβήσει στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, ο Ερντογάν συναντά πάντα μέλη των εβραϊκών αμερικανικών οργανώσεων στις επισκέψεις του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Τουρκία ήταν απαραίτητος οικονομικός, διπλωματικός και εταίρος ασφάλειας για το Ισραήλ. Αλλά με την επιδείνωση των σχέσεών τους, το Ισραήλ ενέτεινε τις σχέσεις του με πολλές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και του Αραβικού Κόλπου. Το 2020, το Ισραήλ συμφιλιώθηκε με τέσσερα αραβικά κράτη: το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Σουδάν και το Μαρόκο. Αυτά τα ανοίγματα αύξησαν τη σημασία του Ισραήλ ως περιφερειακού παράγοντα και το βοήθησαν να ξεφύγει από την ιστορική απομόνωσή του στην περιοχή. Και ενώ η Τουρκία αποτελούσε σημαντική αγορά για την αμυντική βιομηχανία του Ισραήλ, αντικαταστάθηκε από μεγαλύτερες αγορές, όπως η Ινδία. 

Άραγε η Τουρκία θα αναθερμάνει τις σχέσεις με το Ισραήλ; 

Η Άγκυρα είναι σε δεινή οικονομική θέση λόγω της νομισματικής και οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί, οπότε θέλει απεγνωσμένα να βρει ενεργειακά αποθέματα στην Ανατολική Μεσόγειο, και αυτό είναι πιθανό να ξανανοίξει τον δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ Ερντογάν και Νετανιάχου μόλις «κρυώσει» το παλαιστινιακό θέμα. 

*Της Σβετλάνα Λεβίτσκι 
 

Πώς σας φάνηκε αυτό το άρθρο;

  • Διαφωνώ απόλυτα
  • Συμφωνώ απόλυτα