Την Τρίτη οι ΗΠΑ «γιόρτασαν» τα 100 χρόνια από τη σφαγή στην πόλη Τάλσα, που έλαβε χώρα την περίοδο 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου του 1921, ένα μελανό σημείο στην ιστορία της Αμερικής. Πρόκειται για τις χειρότερες πράξεις βίας και αποτελεί ένα παρελθόν που αναβιώνει σήμερα στις συνεχιζόμενες πολιτικές, οικονομικές και εξωδικαστικές επιθέσεις εναντίον της αφροαμερικανικής κοινότητας. Οι αισχρότητες και ο τρόμος που έζησαν οι κάτοικοι εκείνης της περιοχής αποτυπώθηκαν μέσα από τις ιστορίες των λίγων επιζησάντων.
Συγκεκριμένα, εκείνη την περίοδο λευκοί κάτοικοι και στρατιώτες επιτέθηκαν στην ιστορική συνοικία Γκρίνγουντ της Τάλσα της Οκλαχόμα, γνωστή ως «Black Wall Street», σκοτώνοντας περίπου 300 κατοίκους, εκτοπίζοντας πάνω από 1.000 και προκαλώντας τεράστια οικονομική ζημιά σε μια ακμάζουσα επιχειρηματική περιοχή που δημιουργήθηκε από και για τους μαύρους Αμερικανούς. Οι μαύροι πολίτες της περιοχής βιάστηκαν, δολοφονήθηκαν και εκδιώχθηκαν με σκληρό τρόπο από τα σπίτια τους και τις κερδοφόρες επιχειρήσεις τους.
Αντιμέτωποι με τον μετα-πανδημικό φόβο και την αβεβαιότητα μετά τη θανατηφόρα εξάπλωση της ισπανικής γρίπης, την επιστροφή σχεδόν 400.000 αφροαμερικανών στρατιωτών από τη μάχη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή θέσεων εργασίας από τη μαύρη κοινότητα που παραδοσιακά κατείχαν οι λευκοί καθώς την εμφάνιση μιας ακμάζουσας, ισχυρής μαύρης μεσαίας και εργατικής τάξης, οι λευκοί Αμερικανοί στον Νότο και τον Βορρά είδαν αυτές τις εξελίξεις ως υπαρξιακή απειλή.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αφροαμερικανοί βετεράνοι έγιναν ο βασικός παράγοντας αντίστασης. Όπως έγραψε ο συνιδρυτής και μελετητής του NAACP WEB Du Bois στο «The Crisis» τον Μάιο του 1919, «επιστρέφουμε (από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) μαχόμενοι». Οι μαύροι στρατιώτες επέστρεψαν από τον πόλεμο σε μια αμετάβλητη πραγματικότητα, σε έναν συστημικό ρατσισμό και στη βία, κάτι που οδήγησε πολλούς στο να αναλάβουν πολιτική δράση.
Πολλοί αφροαμερικανοί μετανάστευσαν στον Βορρά, όπου οι φυλετικοί κώδικες γύρω από τη στέγαση, τις θέσεις εργασίας και την εκπαίδευση είχαν λιγότερο απειλητικό χαρακτήρα, αλλά δεν ήταν πιο δίκαιοι από αυτό που αντιμετώπιζαν στον Νότο. Μέχρι το τέλος του 1919, πάνω από ένα εκατομμύριο μαύροι Αμερικανοί είχαν μεταφερθεί σε βόρειες κοινότητες, όπως το Σικάγο και η Φιλαδέλφεια, όπου ο πληθυσμός των μαύρων αυξήθηκε κατά 148% και 500%, αντίστοιχα.
Ο Γουίλσον, ο πρώτος Πρόεδρος από τον Νότο στον Λευκό Οίκο μετά τον εμφύλιο πόλεμο και ο δεύτερος Δημοκρατικός, αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τη φυλετική βία μεταξύ 1917-1923. Η ανοχή του και η αγνόηση των ρατσιστικών επιθέσεων, ακόμη και όταν συνέβησαν μπροστά από τον Λευκό Οίκο, εκλήφθηκε ως σιωπηρή έγκριση στη βία.
Όλα ξεκίνησαν όταν στις 31 Μαΐου του 1921 ένας 19χρονος μαύρος, λούστρος στο επάγγελμα, με το όνομα Ντικ Ρόουλαντ μπήκε στο κτίριο Drexel στο κέντρο της Τάλσα για να χρησιμοποιήσει ένα από τα μοναδικά δημόσια μπάνια που ήταν προσβάσιμα από τους κατοίκους των μαύρων. Σύμφωνα με την Ιστορική Εταιρεία της Οκλαχόμα, είτε πάτησε κατά λάθος το πόδι είτε τρόμαξε τη χειρίστρια του ανελκυστήρα, Σάρα Πέιτζ, σε κάθε περίπτωση εκείνη φώναξε, τραβώντας την προσοχή των παρευρισκομένων, οι οποίοι τον χτύπησαν και στη συνέχεια συνελήφθη από την τοπική αστυνομία.
Αφροαμερικανοί κάτοικοι –συμπεριλαμβανομένων βετεράνων από τον Α’ ΠΠ– διαμαρτυρήθηκαν για τη σύλληψη μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. Στην επακόλουθη αντιπαράθεση, λευκοί άμαχοι πολίτες μαζί με την αστυνομία και ομάδα στρατιωτών και κρατικών πρακτόρων επιτέθηκαν στη γειτονιά Γκρίνγουντ, γνωστή ως «Black Wall Street».
Όταν τελείωσε την 1η Ιουνίου, περισσότεροι από 300 αφροαμερικανοί κάτοικοι ήταν νεκροί, χιλιάδες είχαν τραυματιστεί, είχαν καταστραφεί 1.200 σπίτια και είχαν προκληθεί ζημιές αξίας πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια. Ο βίαιος, ρατσιστικός όχλος κατέστρεψε την περιοχή, ερειπώνοντας 40 τετραγωνικά της περιοχής και αφήνοντας 10.000 ανθρώπους άστεγους. Έναν αιώνα αργότερα, παραμένει ένα από τα χειρότερα επεισόδια φυλετικής βίας στην ιστορία των ΗΠΑ. Αν και ο επίσημος αριθμός των νεκρών ήταν 36, πολλοί μαύροι πολίτες κάηκαν, τοποθετήθηκαν σε μαζικούς τάφους ή ρίχτηκαν σε ποτάμια.
«Μερικές αδικίες είναι τόσο φρικτές, που δεν μπορούν να θαφτούν»
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν ταξίδεψε στην Οκλαχόμα την Τρίτη για να σηματοδοτήσει την 100ή επέτειο της σφαγής στην πόλη Τάλσα. «Για πολύ καιρό, η ιστορία αυτού που συνέβη εδώ αφηγήθηκε σιωπηλά και έμεινε στο σκοτάδι» δήλωσε ο Μπάιντεν σε μια ομάδα που συγκεντρώθηκε για να τιμήσει την επέτειο της ρατσιστικής επίθεσης. «Αλλά απλώς και μόνο επειδή η ιστορία είναι σιωπηλή, δεν σημαίνει ότι δεν συνέβη. Και ενώ το σκοτάδι μπορεί να κρύψει πολλά, δεν διαγράφει τίποτα. Δεν διαγράφει τίποτα. Μερικές αδικίες είναι τόσο φρικτές, τόσο οδυνηρές, που δεν μπορούν να θαφτούν, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθούν οι άνθρωποι».
Για δεκαετίες μετά τη σφαγή, η βίαιη επίθεση καλύφθηκε και δεν ήταν γνωστή σε εθνικό επίπεδο. Όμως, καθώς η εθνική συνομιλία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στο ζήτημα του συστηματικού ρατσισμού και της αστυνομικής βίας τα τελευταία χρόνια, η επίθεση έχει λάβει μεγαλύτερη προσοχή τόσο στα κύρια μέσα ενημέρωσης όσο και στη λαϊκή κουλτούρα.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του, ο Μπάιντεν συναντήθηκε με επιζώντες της σφαγής – οι οποίοι βίωσαν όσα συνέβησαν όσο ήταν παιδιά και πλέον είναι άνω των 100 ετών. Επίσης, ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε αρκετά βήματα με στόχο τη μείωση του φυλετικού χάσματος στον πλούτο, συμπεριλαμβανομένης της εντολής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να κατευθύνει περισσότερες συμβάσεις σε μικρές, μειονεκτούσες επιχειρήσεις.
«Ανείπωτο αριθμό πτωμάτων πέταξαν σε μαζικούς τάφους» είπε ο Μπάιντεν. «Αμερικανοί συμπατριώτες μου, αυτό δεν ήταν μια απλή ταραχή. Ήταν μια σφαγή» πρόσθεσε.
Ο Μπάιντεν έκανε τη φυλετική δικαιοσύνη «σημαία» της προεδρικής του εκστρατείας, ειδικά μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικό της Μινεάπολης. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Μπάιντεν είπε ότι θα βοηθήσει στην επίτευξη «φυλετικής δικαιοσύνης» και υποσχέθηκε ότι «το όνειρο της δικαιοσύνης για όλους δεν θα αναβληθεί πλέον».