Είναι φορές που αποδεικνύονται φτωχές οι λέξεις, όσες και να γραφτούν. Κι όταν θες να μιλήσεις για έναν περήφανο λαό σαν τους Αρμένηδες, ένα ξεχωριστό έθνος της Ανατολής που στην ιστορία του κακοπάθησε αλλά δεν έσκυψε το κεφάλι κι έζησε, πρόκοψε, πέρασε συμπληγάδες, αλλά δε ζήτησε λύπησε μόνο με δέος λευτερώνεις τις λέξεις.
Και ύστερα καταφεύγεις σε εικόνες. Περπατώντας κάποτε στο Ερεβάν κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα, φτάνεις στον λόφο Τsitsernakabert που φιλοξενεί το μνημείο και το μουσείο της γενοκτονίας των Αρμενίων. Επιβλητικό το μνημείο υποβλητική η ατμόσφαιρα, ολοζώντανες οι μνήμες. Και σήμερα παραμονή της επετείου της Αρμενικής γενοκτονίας, η σκέψη ταξιδεύει.
Αύριο, ο πρόεδρος των Η. Π. Α. Τζο Μπάιντεν θα αναγνωρίσει επίσημα τη γενοκτονία των Αρμενίων. Ένα έγκλημα των Οθωμανών, ατιμώρητο στο πέρασμα των χρόνων. Κι ύστερα αρχίζουν οι αναλύσεις: Θα είναι ένα σαφές μήνυμα στον Ερντογάν κι μια κίνηση που, έστω και πολύ μεταχρονολογημένα δικαιώνει, εν μέρει το αίμα 1,5 εκατομμυρίου θυμάτων μιας προμελετημένης σφαγής. Άργησε όμως . Κι έρχεται να διορθώσει την ανιστόρητη στάση του Τραμπ που χαριεντιζόμενος με τον «σουλτάνο» στον αστερισμό της μπίζνας αρνήθηκε να αποδώσει ιστορική δικαιοσύνη στη θέση της υπερδύναμης, παρά το τσουνάμι αντιδράσεων στην αντίπερα όχθη του ατλαντικού. Ως σήμερα 32 χώρες έχουν αναγνωρίσει την Αρμενική γενοκτονία.
Μια ιστορική αναδρομή στην Αρμενία
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Αρμένιοι, ένας πανάρχαιος χριστιανικός λαός της Εγγύς Ανατολής, μοιράζονταν μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην τσαρική Ρωσία ζούσαν κάτω από ένα σχετικά ανεκτικό καθεστώς (αν και δεν έλειπαν μαζικοί εκρωσισμοί), αλλά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υφίσταντο παντός είδους διωγμούς, όπως και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της αυτοκρατορίας (Έλληνες, Ασσύριοι κλπ).
Με την ανάδυση των εθνικισμών, ο Σουλτάνος τούς υποπτευόταν για αποσχιστικές τάσεις, ενώ και οι Ρώσοι, που εποφθαλμιούσαν εδάφη του «μεγάλου ασθενούς», υπέθαλπαν τις όποιες φιλοδοξίες τους. Έτσι, ο Αβδούλ Χαμίτ Β' δεν δίστασε να προβεί σε άγριους διωγμούς εναντίον των Αρμενίων της επικράτειάς του, με αποκορύφωμα τις σφαγές στο Σασούν (1894), τις μαζικές εκτελέσεις της διετίας 1895-1896, που στοίχισαν τη ζωή σε 300.000 Αρμενίους.
Η επικράτηση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908, παρά τις αρχικές ελπίδες που γέννησε, δεν άλλαξε την κατάσταση για τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Αντί για τον σεβασμό των συνθηκών και την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων, όπως είχε υποσχεθεί, το νέο καθεστώς προέβη σε νέους διωγμούς των Αρμενίων τον Απρίλιο του 1909 στα Άδανα και την ευρύτερη περιοχή της Κιλικίας.
Η συστηματική, όμως, εξόντωση των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο σουλτάνος και ο τσάρος βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Το σχέδιο του Υπουργού Εσωτερικών, Ταλαάτ Πασά, μπήκε σε εφαρμογή στις 24 Απριλίου του 1915, με τη σύλληψη 250 επιφανών Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι εκτελέστηκαν το ίδιο βράδυ. Η 24η Απριλίου έχει καθιερωθεί ως Ημέρα Μνήμης για την Αρμενική Γενοκτονία και τιμάται κάθε χρόνο από την Αρμενική διασπορά. Πιο σημαντική όμως κι από το ιστορικό πλαίσιο είναι η ζωντανή μαρτυρία κι από τις αναλύσεις τα βιώματα.
Τα παιδιά ενός διωγμού
Ο Καραπέτ ήταν περίπου 8 ετών όταν το ημερολόγιο έγραφε 24 Απριλίου 1915. Ένα παιδί γεννημένο στην πόλη Γιοζγκάτ την σημερινή Ακνταγμαντενί της Τουρκίας. Σε μια από τις επιδρομές των Τούρκων που είχαν σκοπό τον πλήρη αφανισμό του αρμένικου πληθυσμού, ο Καραπέτ τρομαγμένος και μέσα στον πανικό του έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί στο μόνο μέρος που ένιωσε ασφαλές, κάτω από την φούστα της μητέρας του Νοέμ όπου και αποκοιμήθηκε. Μετά από κάποια ώρα τον Καραπέτ ξύπνησε το ποτάμι αίματος που τον είχε περιλούσει ολόκληρο. Ήταν τα αίματα της μητέρας του που είχε σφαχθεί από τους Τούρκους ενώ σφαγμένες ήταν και οι δύο του αδερφές μαζί με τον πατέρα του.
Ο Καραπέτ ήταν 8 ετών, ορφανός και έπρεπε να επιβιώσει μόνος του κατά την διάρκεια της γενοκτονίας των Αρμενίων. Όταν οι Τούρκοι ξαναπέρασαν να ψάξουν για τυχόν ζωντανούς ένας στρατιώτης τον βρήκε και τον πήγε στα ορφανοτροφεία - στρατόπεδα που είχαν φτιάξει οι Αμερικάνοι στην περιοχή όπου συγκέντρωναν όλα τα παιδιά που είχαν επιζήσει. Εκεί έζησε μέχρι τα 16 του χρόνια όταν τον υιοθέτησε σαν εργάτη μια ελληνική οικογένεια. Ο Καραπέτ δεν θυμόταν το όνομα του, την ταυτότητα του, όλα είχαν χαθεί μαζί με την παιδική του αθωότητα όταν είχε αντικρίσει τον θάνατο μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Την αλήθεια έμαθε από έναν οικογενειακό φίλο επιζών της γενοκτονίας, όταν τον είχε βρει στο στρατόπεδο τυχαία. Όσο και αν έψαξε δεν βρήκε ποτέ κάποιον άλλο συγγενή ή άνθρωπο δικό του αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Γιερεβάν στα βαθιά γεράματα, δίπλα στα παιδιά και τα εγγόνια του.
Ο Καραπέτ έζησε, δεν ήταν ένας από τους 1.500.000 ανθρώπους που σφαγιάστηκαν και πετάχτηκαν στην άκρη του χωματοδρόμου ή μέσα στα ποτάμια. Παιδιά, γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι, έγκυες, αναγκάστηκαν να διανύσουν διαδρομές μέχρι και 1.000 χιλιομέτρων κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, χωρίς νερό και τροφή. Όσοι δεν άντεχαν γινόντουσαν βορά για τα κοράκια καθώς απαγορευόταν να θαφτεί κανείς.
Άλλοι πάλι που είχαν το «θράσσος» κατά τους Οθωμανούς στρατιώτες, να διαμαρτυρηθούν που έχουν γεμίσει αίματα τα πόδια τους από τον χωματόδρομο, τους κάρφωναν στα γυμνά πόδια πέταλα αλόγων. Θείες, μάνες, αδερφές, γιαγιάδες βιάζονταν μπροστά στις οικογένειες τους και αν δεν υποδουλωνόντουσαν στις ορέξεις των στρατιωτών σφαγιάζονταν. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν είναι εδώ για να μας πουν τα γεγονότα για να μην ξεχνάμε..106 χρόνια μετά σε έναν αγώνα που συνεχίζεται. Η δίψα για αναγνώριση της σφαγής ή ίσως όπως αναφέρει και ο δήμοσιογράφος Ρόμπερ Φισκ του «Ολοκαυτώματος των Αρμενίων», θα υπάρχει πάντα γιατί η ιστορία δεν πρέπει να επαναληφθεί για κανέναν λαό. Η αναγνώριση είναι και η αρχή για την παραδοχή της ενοχής.
Των Γιάννη Βασιλακόπουλου – Λυδίας Μπέντρος