«Ένα Δίπλωμα Χημείας», μια ιστορία «ταγκό» του ρεαλισμού με τις ψευδαισθήσεις

Μια ιστορία που δεν διαδραματίζεται μέρες Χριστουγέννων αλλά κουβαλά μηνύματα, ελπίδες, συναισθήματα που «τολμούν» να «ανθίσουν» τις μέρες αυτές. Τον ανθρωπισμό, την αλληλεγγύη, τη στήριξη από άνθρωπο σε άνθρωπο. 

Του Γιάννη Βασιλακόπουλου

Είναι ρεαλιστική γιατί δεν έχει Happy End. Έτσι κι αλλιώς, όλα όσα «φουντώνουν» στην ψυχή μας κάθε Χριστούγεννα απομυθοποιούνται – σχεδόν αποκαθηλώνονται, όταν το πνεύμα των Χριστουγέννων, μας εγκαταλείπει, ώσπου να ξανάρθει, κατάφορτο με νέες ελπίδες και καινούριες ψευδαισθήσεις.

Μια ιστορία του μυαλού, σε μια Αθήνα χωρίς lockdown, αλλά με φάτσες γνώριμες…

Έναν νέο άνεργο, έναν διευθυντή πολυεθνικής, έναν ιδιοκτήτη μπαρ στο Κολωνάκι, μια διαφορετική έφηβη που επαιτεί, για να διασφαλίσει τα προς το ζην και διάφορους «κοιλαράδες» που αναζητούν τρόπους να αντιμετωπίσουν την φτώχεια καπνίζοντας πούρα και πίνοντας ακριβό ουίσκι…

Δίνω κλότσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινίσει, λοιπόν…  

«Όλα του γάμου δύσκολα», σκέφτηκε ο Τόλης, εκείνη τη μουντή μέρα. Γκριζάδα γύρω παντού απ’ όξω από το μέχρι χτες γραφείο του και τώρα να που αυτός μαζεύει σιγά – σιγά απρόθυμα τα πράγματα του.

Ο στεγνός, ξερακιανός τύπος, διευθυντής του – κι αυτός μέχρι χθες -τον είχε φωνάξει λίγες στιγμές πριν:

  • Κύριε… Κύριε πως σας λένε είπαμε; Του' κανε με ύφος αδιάφορο…
  • Μα πέντε χρόνια εδώ μέσα δεν θυμάται το όνομα μου, σκέφτηκε… Κι ύστερα του' πε φωναχτά, σχεδόν θυμωμένα: «Αποστόλη, κύριε διευθυντά, Αποστόλης Δέλκος»
  • Ναι… ναι αυτό… Ξέρετε η εταιρία μας βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσει ότι λύεται η συνεργασία μας…

Για λίγο κατσούφιασε. «Μα πέντε χρόνια του δουλεύω εδώ μέσα στα πόδια του…», σκέφτηκε ο Αποστόλης. «Και κουλουράς απ’ όξω να ήμουν θα το θυμόταν», ολοκλήρωσε τη μελαγχολική του διαπίστωση.

Ο διευθυντής βγαίνει από το γραφείο του, κάνει δυο βήματα μπρος, τρία πίσω και μερικά γύρω από τον άξονα του, σαν να αυτο-ανακρινόταν…

  • «Η κρίση αγαπητέ μου», του είπε.

Πάντοτε, έτσι: Στεγνός, άκαμπτος, σαν κόντρα πλακέ, που λέγοντας του, ότι απολύεται, ένιωσε σαν να του πέφτει στο κεφάλι…

Μάλιστα. Η μεγάλη πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία στην οποία εργαζόταν, εδώ και πέντε χρόνια, «δεν τον χρειαζόταν πια». Και τώρα μάζευε τα πράγματα του από το γραφείο του.

Φακέλους, βιβλία και κάτι φωτογραφίες.

Η μακαρίτισσα η μάνα του, η αδελφή του, η πρώην γυναίκα του που τον παράτησε  όταν άρχισαν να στενεύουν τα οικονομικά του, ο πατέρας του…

Πλησίασε το παράθυρο… Μέσα Γενάρη κι απ’ έξω η Αθήνα αχανής, γκρίζα και μισοσκότεινη, αν και μέρα μεσημέρι. Σαν την στιγμή του. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο και μονολογούσε…

«Απολύθηκα… Μάλιστα… Μέσα Γενάρη… Τριανταπέντε χρονών… Με τέτοια ανεργία».

Χαλάρωσε λίγο τη γραβάτα του και ψαχούλεψε τις τσέπες του. Έπιασε ένα πακέτο τσιγάρα, ένα και μοναδικό τσαλακωμένο Κατοστάρικο.

«Η μόνη μου περιουσία, ώσπου να βρω ξανά δουλειά. Δώδεκα τσιγάρα, Καρέλια, εκατό ευρώ που πρέπει να με κρατήσουν, ένας θεός ξέρει πόσο… Φωτογραφίες… Δυο καλά κοστούμια… Κι αναμνήσεις. Α… ναι, είναι και κείνο το δίπλωμα της χημείας…», πιάνει με τρυφερότητα την φωτογραφία της μάνας του.

«Θυμάσαι ρε μάνα τι χαρά έκανες όταν το πήρα; Τώρα θα το φάει ο τοίχος ή εκείνο το ντιβανομπάουλο που χουμε στο χολ. Θυμάσαι ρε μάνα, έξι χρόνια τώρα που' χεις φύγει, εκεί το έχουμε ακόμη. Τώρα θα είναι και αποθήκη πτυχίων…».

Ανέμισε έτσι απροφύλαχτο το τελευταίο κατοστάρικο, αλλά έβαλε το πακέτο με τα 12 καρέλια, στην  τσέπη με ύφος συνωμοτικό, σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε απάνω του, φορτώθηκε και μια τσάντα με τα προσωπικά του αντικείμενα και βγήκε από το γραφείο.

Έκλεισε την πόρτα, με τρόπο που έδειχνε «μαύρη πέτρα» και κατέβηκε από τον τέταρτο όροφο με τις σκάλες χαιρετώντας μάλλον αδιάφορα, συναδέλφους του ως χθες που ίσως να μην έβλεπε ποτέ ξανά στη ζωή του.

Στο διάδρομο συνάντησε ξανά τυχαία τον διευθυντή που τον είχε προ ολίγου απολύσει…

  • Κύριε διευθυντά….
  • Ορίστε…
  • Για την αποζημίωση δεν συζητήσαμε. Πότε θα την πάρω;

Ο άλλος παίρνει ύφος χιλίων καρδιναλίων.

  • Εν καιρώ αγαπητέ μου… Θα ειδοποιηθείτε… Η κρίση βλέπετε… Η κρίση… Έχουμε μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας, αλλά θα ειδοποιηθείτε... Κάνει να του χτυπήσει φιλικά τον ώμο και να τον προσπεράσει.

Ο Τόλης τον σταματά:

  • Κύριε διευθυντά, μήπως θα βοηθούσα στο έντονο πρόβλημα ρευστότητας που έχει η εταιρία σας, αν σας έδινα αυτό;

Βγάζει το τελευταίο του κατοστάρικο από την τσέπη και το κουνά δηκτικά μπροστά στα μούτρα του πρώην διευθυντή του… Ο άλλος φεύγει θυμωμένος και ο Τόλης βγαίνει φορώντας ένα ειρωνικό χαμόγελο, από την πόρτα του παλιού μεγάρου.

ΔΡΟΜΟΣ

Η Αθήνα δεν παλεύεται είτε έτσι, είτε αλλιώς. Στους μεγάλους της δρόμους τα αυτοκίνητα κολλούν το ένα πίσω από το άλλο. Κορναρίσματα, βοή… Χαμός μαύρος.

Ανώνυμα πλήθη πάνε κι έρχονται, τόσο ανώνυμα που αν τα έβλεπες από ένα αεροπλάνο θα έμοιαζαν με μαύρες κουκίδες, χωρίς ταυτότητα, φύλλο, προσανατολισμό. Ένα σμάρι που θορυβεί άνευ λόγου τσαλαβουτώντας στις μικρές λιμνούλες που χει σκαρώσει η βροχή στην άσφαλτο.

Κι ο Τόλης φοβάται μη χαθεί κι αυτός μέσα στ' ανώνυμο πλήθος.

Ανώνυμος κι αυτός, άσημος κι ασήμαντος μαζί με τους άλλους που άλλο ρόλο δε μοιάζουν να χουν τα κεφάλια τους παρά να ναι απόληξη της ξαφνικής μπόρας.

Ο Τόλης περπατούσε.

Κι έβλεπε σκυθρωπούς μαγαζάτορες και σκυφτούς, βιαστικούς διαβάτες.

«Ίσως να μην ξέρουν ότι μπορεί άθελα τους, να βιάζονται να ακούσουν ότι άκουσα κι εγώ σήμερα στο γραφείο μου. Έναν διευθυντή που δεν θυμάται καν το όνομα τους και εν τούτοις δε διστάζει να τους πει πως η εταιρία λυπάται πάρα πολύ , που διακόπτει την συνεργασία μαζί του, διότι η κρίση, βλέπετε…», σκεφτόταν δυνατά.

«Άι σιχτίρ…» κατέληξε… 

Λίγα μέτρα πιο κάτω, μια σειρά οικονομικοί μετανάστες, τσιγγάνοι, ζητιάνοι σε άθλια κατάσταση. Κομμένα πόδια, κομμένα χέρια, φτώχεια και βρώμα. Και κάτι μωρά ακουμπισμένα στα ρείθρα του πεζοδρομίου.

Έβαλε το χέρι στην τσέπη που χε τα τσιγάρα, αλλά δεν άναψε. Θα έμεναν έντεκα μετά και ποιος ξέρει για τόσο.  

«Άστο για καμιά πιο δύσκολη στιγμή», σκέφτηκε… Δυο ταξιτζήδες μάλωναν μεγαλόφωνα πιο κάτω κι ο Τόλης πήγε να τους χωρίσει…

  • Ε σταματήστε… Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά…
  • Άσε μας ρε φίλε… Κατάλαβες; Πάει για διπλή κούρσα τέτοιους καιρούς κι εμείς οι άλλοι έχουμε τρεις μέρες να κάνουμε σεφτέ…
  • Ξέρω και κάτι άλλους που θα κάνουν πολύ περισσότερο καιρό να κάνουν σεφτέ, είπε στον έναν, τον πιο αψύ.
  • Άσε μας ρε μάστορα του είπε ο άλλος που είχες την  ψευδαίσθηση πως ήταν πιο ψύχραιμος.

Ο Τόλης συνέχισε το δρόμο του.

Του' τυχε να δει άλλα δυο σμάρια ανώνυμων ανθρώπων, μέσα σε λίγα μέτρα, σε λίγες δρασκελιές. Ανακατεύτηκε σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας γιατρών και σε άλλη μια φοιτητών. Του' ρθε λυποθυμιά από κάτι καπνογόνα και κάτι άλλα, του διαόλου πράματα, που πετούσαν οι αστυνομικοί και ύστερα οι άλλοι οι διαδηλωτές έκαναν να τους τα γυρίσουν πίσω…

Και στις δυο είπε σε κάποιους από τους διαδηλωτές «έχουμε κόσμο ε;», για να πάρει και στις δυο περιπτώσεις το ίδιο νευριασμένο κούνημα του κεφαλιού. Όταν βρήκε ξανά τον κόσμο, βρέθηκε ανάμεσα σε ένα τσούρμο χαμογελαστούς Ιάπωνες.

Ο αρχηγός τους, κατάφορτος από δυο υπερσύγχρονες φωτογραφικές μηχανές, τον ρώτησε και τα δόντια του λαμπύριζαν από ένα πλατύ χαμόγελο:

  • Where is Acropolis;
  • No far from here, απάντησε ο Τόλης σε άπταιστα Αγγλικά, χτίζοντας ξανά την αυτοπεποίθηση του, νιώθοντας πάλι σε κάτι, χρήσιμος… Ύστερα συνέχισε το δρόμο του, απορώντας… «But I am sorry. The monument is closed because the employees are on strike. The crisis is here…».

Ο Ιάπων απάντησε απογοητευμένος, ως και οργισμένος:

  • You closed your treasure? But this is a global treasure…

Κι έφυγαν με κατεβασμένα κεφάλια… Είναι μήνας Γενάρης κι υπάρχουν κιόλας Ιάπωνες τουρίστες εδώ; Ή μήπως έχουν ξεμείνει από το περασμένο καλοκαίρι; 

Για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Έβγαλε τα 12 εναπομείναντα τσιγάρα από την τσέπη του, αποφασισμένος πια να ανάψει.

ΣΚΗΝΗ 3 

Καφέ Μπαρ του Άγη

Ο Τόλης έφτασε σε ένα μπαράκι του Κολωνακίου που το' χε ένας φίλος του, ο Άγης. Κάθισε σε ένα κεντρικό τραπέζi κι άκουγε κάτι ακριβά ντυμένους τύπους που έπιναν ξεχωριστό ουίσκι και σχημάτιζαν κύκλους, καθώς φυσούσαν τον καπνό του πούρου τους στον μουντό ουρανό και συζητούσαν το πώς θα αντιμετωπίσουν την κρίση και τη φτώχεια που έχει επιφέρει… Ο ένας είναι υπουργός, οι άλλοι σφουγγοκωλάριοι…

Κάποτε έρχεται και ο Άγης…

  • ΑΓΗΣ: Τι γίνεται ρε ψυχή;
  • ΤΟΛΗΣ: Καλά… καλά… Μεγαλεία βλέπω… Μαγαζάρα… πελάτες υπουργοί… φτιάχτηκες
  • ΑΓΗΣ: Το κατά δύναμιν… Εσύ πως πας;
  • ΤΟΛΗΣ (βγάζει το κατοστάρικο) το τελευταίο μου είναι, άνεργος… δυο ωρών…
  • ΑΓΗΣ: Ώπα, πως; Γιατί;
  • ΤΟΛΗΣ: (Ανάβοντας τσιγάρο) Περικοπές… Η κρίση, βλέπετε… Έτσι μου είπαν…
  • ΑΓΗΣ: ΚΙ έδιωξαν εσένα… Με τόσα προσόντα;
  • ΤΟΛΗΣ: Ναι… Τα προσόντα θα κοιτούσε αυτός ο, κόντρα πλακές που με απέλυσε...
  • ΑΓΗΣ: Πτυχία…
  • ΤΟΛΗΣ: Τώρα πάνε βουρ, ή για μπαούλο ή για… τοίχο. Έτσι, να τα βλέπω…
  • ΑΓΗΣ: Τι σε βρήκε ρε φίλε…
  • ΤΟΛΗΣ: Άστα τώρα αυτά και φτιάξε μου κάτι ακριβό να φάω…
  • ΑΓΗΣ: Ακριβό;;
  • ΤΟΛΗΣ : Ναι… Ακριβό κι εκλεκτό
  • ΑΓΗΣ: Μα μου είπες ότι έχεις ένα και μοναδικό κατοστάρικο. Το τελευταίο μου είπες. Εσύ μου το είπες… Εσύ δεν το πες;
  • ΤΟΛΗΣ: Ναι, ναι εγώ… Λέω όμως σήμερα να φάω του σκασμού και να πιω όσο δεν έχει πιει άνθρωπος… Άκουσε πως το σκέφτομαι… Κάποια στιγμή θα πεινάσω που θα πεινάσω. Θα τελειώσει το κατοστάρικο… Γιατί να μην πάω χορτάτος μια μέρα…
  • ΑΓΗΣ: Ναι αλλά αν δεν το φας όλο σήμερα θα τρως από λίγο κάθε μέρα…
  • ΤΟΛΗΣ: Ναι, αλλά πάλι θα τελειώσει… Τι σε πέντε μέρες, τι σήμερα;… Οπότε ξεφορτώσου με και φέρε μου μια εσκαλόπ αλά κρεμ, μια σαλάτα του Καίσαρα και ένα μπουκάλι Απέλια κόκκινο ημίγλυκο…

Ο άλλος τον κοίταζε έκπληκτος

  • ΑΓΗΣ: Ότι πεις! Εγώ στο είπα πάντως… Θα ξεμείνεις…

Κι έκανε να  φύγει. Στο πίσω τραπέζι ο υπουργός κι οι άλλοι σφουγγοκωλάριοι, εξακολουθούσαν να μαλώνουν για το πώς νικιέται η φτώχεια, με τις πουράκλες πάντοτε αναμμένες να βγάζουν καπνούς, σαν να καίγεται η Πάρνηθα…

Το βλέμμα του Τόλη πλανήθηκε τριγύρω.

Μαγαζιά πλούσια, λαμπερά γιομάτα πραμάτεια, όχι όμως γιομάτα πελάτες, όπως άλλα χρόνια. Οι μαγαζάτορες με κεφάλια μισοκατεβασμένα, έβλεπαν εύπορους κυρίους και κυρίες να περνούν μπρος από τις βιτρίνες τους και να μη σταματούν.

Ανάμεσα τους περνούσαν και εξαθλιωμένοι ζητιάνοι που οι άλλοι τους προσπερνούσαν αδιάφορα. Κάποιοι που έστηναν αφτί, τους άκουγαν τους εύπορους, να συζητούν μεταξύ τους για χρέη και προβλήματα.

Άκουγαν να λένε μερικοί ότι η ακριβή τους γκαρνταρόμπα είναι ότι τους απόμεινε από τις παλιές… «δόξες».

Κάποτε ήρθε και το Λουκούλιο γεύμα.

Το γκαρσόνι το άπλωσε μπρος στα μάτια του κι ένιωσε για μια στιγμή, σαν ερημίτης που είδε όαση. Την ίδια ώρα, ο υπουργός από το πίσω τραπέζι φαίνεται πως είχε βρει πως θα εξαφανίσει τη φτώχεια.

Ο Τόλης δεν άκουσε τον τρόπο αλλά θα πρέπει, σίγουρα, να τον είχε βρει γιατί οι σφουγγοκωλάριοι χασκογέλαγαν, δυνατά, σχεδόν θριαμβευτικά και αντάλλασσαν συγχαρητήρια, υψώνοντας τα ποτήρια τους…

Ο Τόλης ψέλλισε πάλι ένα «Άι σιχτίρ» και πήγε να βάλει κρασί στο ποτήρι του και να πιει μια γουλιά. Γύρισε το πρόσωπο του στους μεγαλοσχήμονες του πίσω τραπεζιού και καθώς η ματιά ταξίδευε στο βροχερό τοπίο, καρφώθηκε σε ένα έφηβο κορίτσι που με ένα χαμόγελο, μονίμως, φορεμένο στο μελαχρινό της πρόσωπο πουλούσε χαρτομάντιλα και αναπτήρες.

Είχε πιάσει το παζάρι με το τραπέζι των μεγαλοσχημόνων αλλά αυτοί το έδιωχναν. Κάποια στιγμή, ένας ευέξαπτος γορίλας  του «υπουργού που είχε βρει τον τρόπο να νικήσει τη φτώχεια», σηκώθηκε επιθετικά από την καρέκλα του.

«Θα φύγεις με το καλό ή…» της είπε και πήγε να της ορμήξει πετώντας την πραμάτεια της στο βαλτωμένο από τα νερά της βροχής ρείθρο…  Έφυγε ταπεινωμένη και τράβηξε προς το δρόμο. Ο Τόλης της χτύπησε ελαφρά το τζάμι. Εκείνη μπήκε στο μαγαζί, ενώ ο Άγης δεν έκρυψε τη δυσφορία του.

  • ΤΟΛΗΣ: Εγώ τη φώναξα … (Τώρα απευθύνεται στο κορίτσι) Τι πουλάς; Πως σε λένε;
  • ΚΟΡΙΤΣΙ: Ειρήνη… Πουλάω χαρτομάντιλα και αναπτήρες…

Παρεμβαίνει ο Άγης…

  • ΑΓΗΣ: Έλα φύγε τώρα
  • ΤΟΛΗΣ: Όχι θα μείνει εδώ…
  • ΕΙΡΗΝΗ: Ευχαριστώ κύριε… όλοι με διώχνουν…
  • ΤΟΛΗΣ: Δύσκολα, ε;
  • ΕΙΡΗΝΗ: Μάλιστα…

Ο Άγης μιλά χαμηλόφωνα στον Τόλη: «Δεν τα θέλω αυτά εδώ. Έχω καθώς πρέπει πελάτες, ενοχλούνται…

  • ΤΟΛΗΣ (δυνατά) Σιγά τους απατεώνες ! Η Ειρήνη θα του πει για φτώχια του υπουργού με την πουράκλα…
  • ΑΓΗΣ (θυμωμένα) Μη φωνάζεις… Ήρεμα
  • ΤΟΛΗΣ: Πόσο τα πουλάς;
  • ΕΙΡΗΝΗ: Ένα ευρώ… Δεν ζητιανεύω κύριε. Είμαι 16 χρονών. Η πιο μεγάλη από 4 αδελφάκια.
  • ΤΟΛΗΣ: Πας σχολείο;
  • ΕΙΡΗΝΗ: Βέβαια… Νυχτερινό. Πρώτη Λυκείου…
  • ΤΟΛΗΣ: Και τα όνειρα σου;
  • ΕΙΡΗΝΗ: Θέλω να πάρω δίπλωμα Χημείας… Να βοηθήσω τα αδέλφια μου και την ανθρωπότητα.

Ο Τόλης την κοίταξε με απόγνωση… «Δίπλωμα χημείας… Σώθηκες…» ψέλλισε… Έβγαλε το τελευταίο του κατοστάρικο από την τσέπη, το έδωσε στη μικρή και έκανε να φύγει.

Ο Άγης τον σταμάτησε:

  • ΑΓΗΣ: Ε, ένα πενηντάρικο…
  • ΤΟΛΗΣ: Πάω να μου λύσει το πρόβλημα ο «καθώς πρέπει» υπουργός σου κι όταν μου το λύσει θα έρθω να σε πληρώσω… Μέχρι τότε προέχουν τα όνειρα της μικρής. Για όλους μας έπρεπε να προέχουν.
  • ΑΓΗΣ: Φύγε από εδώ και μην ξαναπατήσεις… Δεν θέλω εδώ άμυαλους και άφραγκους απολυμένους. Έστω κ με δίπλωμα χημείας… Ούτε ζητιανάκια θέλω. Άκου εκεί «τα όνειρα της μικρής…»

Ο Τόλης κοίταξε πίσω με σιχασιά. Τώρα δεν είχε ούτε το κατοστάρικο. Τα τσιγάρα του είχαν μείνει οχτώ. Τα κοίταζε σχεδόν ευλαβικά, καθώς δρασκέλιζε τον δρόμο, στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πήρε η μικρή Ειρήνη. Αυτή που είχε ένα όνειρο, σαν το δικό του όνειρο. Ένα δίπλωμα χημείας…

  • ΤΟΛΗΣ (περπατώντας στο δρόμο): Και μετά;

Ο δρόμος έδειχνε ατέλειωτος…  Δεν την ξανάδε ποτέ….

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ 


ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWS2U ΣΤΟ INSTAGRAM