Ο ρόλος των γυναικών στην Εθνική Παλιγγενεσία δεν ήταν απλά σημαντικός, υπήρξε αδιαπραγμάτευτα αναντικατάστατος
Θα άξιζε ίσως ένα ξεχωριστό σημείωμα για κάθε μια από τις εκατοντάδες χιλιάδες μανάδες, συζύγους –στυλοβάτες όλες τους, στιγμών ηρωικών που έβγαλαν από μήτρα, θαρρείς, αγιασμένη την Ελευθερία του γένους ατσαλωμένη, σαν το πιο γερό παιδί.
Ως και ζαλωμένες τα όπλα, αλλά δίνοντας και ολόκληρες περιουσίες στον αγώνα και ενέργεια και μυαλό πολύ…Κι ύστερα άδοξο τέλος, μονάχα με τις δάφνες της τιμής και της μνήμης που έχουν φτάσει αναλλοίωτες ως σήμερα και θα συνεχίσουν το ταξίδι στους αιώνες, μνημειώδες κι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας μας.
Δεν αναφερόμαστε τυχαία συνεχώς, στη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και στην Μαντώ Μαυρογένους. Δεν στέκουμε, τυχαία με σεβασμό και δέος μπροστά στη Μόσχω Τζαβέλενα που' χε αδράξει με την παλικαριά που ανάδιναν τα βράχια του Σουλιού, το κουμάντο ανάμεσα στις Σουλιώτισσες, που έγιναν στο τέλος αιώνιο όσο κι οικουμενικό παράδειγμα θάρρους, πατριωτισμού, ήθους, αξιοπρέπειας κι αυταπάρνησης, χαρακτηριστικά που σπάνια βρίσκει κανείς σε ολόκληρη την Παγκόσμια ιστορία.
Η Λασκαρίνα κι η Μαντώ, γυναίκες με πολλά κοινά και λιγότερες διαφορές, στη διαδρομή τους, με προσφορά ανεκτίμητη.Δυο ακατάβλητες καπετάνισσες με νησιώτικη ρίζα που η μοίρα τις έφερε να δουν το πρώτο φως του ήλιου, έξω από τον Ελλαδικό χώρο κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, η καθεμιά.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την Ύδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770).
Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί ο φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην Ύδρα.
Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια.
Η Μαντώ Μαυρογένους, με καταγωγή από τη Μύκονο, γεννήθηκε στην Τεργέστη. Ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Μπάτη.
Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας της Νικόλας ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, η Ζαχαράτη, ήταν δραστήρια γυναίκα που διηύθυνε στην Τεργέστη τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της.
Ένας από τους προγόνους της, ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν Δραγουμάνος του Στόλου και Πρίγκιπας της Βλαχίας. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο.
Λίγο καιρό πριν την Επανάσταση μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στην Τήνο. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, μεγάλωσε σε μια μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από την εποχή του Διαφωτισμού.
Έδωσαν κι οι δυο τα πάντα στην Πατρίδα.
Με ζωή γεμάτη συγκρούσεις και κυνηγητό. Αλλά και νίκες λαμπρές. Από την εποχή που ο στόλος της Λασκαρίνας πολεμούσε τους Αλγερινούς πειρατές που είχαν σκοτώσει σε μεσοπέλαγες επιδρομές τους και τους δυο της συζύγους –το Δημήτρη Μπούμπουλη και τον Δημήτρη Γιάννουζα –ως την εποχή που το πιο γερό σκαρί του στόλου της ο «Αγαμέμνων» πρωταγωνίστησε σε κρίσιμες νικηφόρες μάχες κατά των Οθωμανών, η Λασκαρίνα είχε ζηλευτή εθνική δράση.
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820.
Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Κάποτε κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β', την Βαλιντέ Σουλτάνα.Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε.
Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια».
Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματα τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.
Από την πλευρά της η Μαντώ Μαυρογένους Με πλοία εξοπλισμένα με δικα της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στην Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.
Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης εκτός από τα Γαλλικά, μιλούσε άπταιστα Ιταλικά, αλλά και Τουρκικά.
Εξόπλισε δύο επανδρωμένα και «ιδιωτικά» πλοία με δικά της έξοδα, με τα οποία καταδίωξε τους πειρατές που επιτέθηκαν στη Μύκονο και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων.Στις 22 Οκτωβρίου 1822, οι Μυκονιάτες απωθούσαν τους Οθωμανούς Τούρκους υπό την ηγεσία της, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο νησί. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους.
Αργότερα, η Μαυρογένους έστειλε ένα άλλο σώμα πενήντα ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες. Επίσης ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία μιας εκστρατείας προς τη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών φιλελλήνων.
Αργότερα δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άντρες το καθένα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822 και χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή της Χίου.
Μια άλλη ομάδα πενήντα ανδρών στάλθηκε για να ενισχύσει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων. Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και πούλησε τα κοσμήματα της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό.
Δεδομένων των στιγμών δόξας που υπέγραψαν αυτές οι δυο τιτάνιες καπετάνισσες το τέλος τους υπήρξε άδοξο.Η Λασκαρίνα έπεσε νεκρή μετά από οικογενειακό καυγά, όταν ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύτηκε την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων, προκρίτων στις Σπέτσες.
Οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση (κόρη του Χριστόδουλου), ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη.
Οι δύο νέοι όμως κλέφτηκαν και πήγαν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα.
Η Μπουμπουλίνα πήγε και αυτή στο σπίτι ενώ λίγο αργότερα έφτασαν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής.
Κατά τη διάρκεια λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβόλησε και σκότωσε τη Μπουμπουλίνα. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο, μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά για γυναίκα.
Από την άλλη η Μαντώ κυνηγήθηκε λυσσαλέα από τον Κωλέτη και πλήθος αρχόντων της εποχής από την εποχή του έρωτα και του αρραβώνα της με τον Δημήτριο Υψηλάντη που φόβισε τη «διαπλοκή» της εποχής. Ο πρίγκιπας πέθανε πρόωρα από πνευμονία κι ο Κωλέτης κλιμάκωσε το κυνηγητό με ανεξήγητο μίσος, φτάνοντας στο σημείο να της κόψει ακόμη κι αυτήν την πενιχρή σύνταξη που της είχε εκχωρήσει το νεοσύστατο κράτος.
Η Μαντώ Μαυρογένους πέθανε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο τον Ιούλιο του 1848, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ- Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης: Αλήθειες και μύθοι – Ο Παπαφλέσσας, μέσα από τέσσερις στιγμές
- Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης: Μύθοι και αλήθειες – Ο θρίαμβος του Ανδρούτσου στη Γραβιά κι ο μηχανορράφος Κωλέτης
- Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης: Αλήθειες και μύθοι – Ο Νικηταράς που έζησε σαν ήρωας και πέθανε ζητιάνος
- Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης: Αλήθειες και μύθοι – Τι έγινε στις 25 Μαρτίου του 1821;