Το «πάγωμα» του κατώτατου μισθού και φέτος εισηγείται η Τράπεζα της Ελλάδας στο πόρισμα που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, στο οποίο περιγράφονται οι βασικές προβλέψεις για το 2021.
Στο ίδιο πόρισμα αναφέρεται ότι η πιθανή άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας θα συντελέσει στην υποχώρηση του κόστους εργασίας αλλά δεν θα αναστρέψει την προηγούμενη επιδείνωση.
Επιπλέον, ο αποπληθωρισμός θα συρρικνώσει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε κλάδους υπηρεσιών που πλήττονται από την πανδημία, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Αυτό συνεπάγεται την αύξηση του αριθμόυ των επιχειρήσεων με χαρακτηριστικά που τις καθιστούν μη βιώσιμες.
Με βάση το γεγονός ότι προβλέπεται η αύξηση των ανέργων, η ΤτΕ κρίνει ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021.
Οι βασικές προβλέψεις για το 2021
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το πόρισμα της ΤτΕ:
''Η ανάκαμψη το 2021 δεν αναμένεται να συνοδευτεί από ανάλογη βελτίωση στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα μέρος των απωλειών της ανταγωνιστικότητας να ανακτηθεί τα επόμενα χρόνια”.
''Αν συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα η απόκλιση μεταξύ παραγωγικότητας και κόστους εργασίας, εφόσον αντανακλά στρεβλώσεις στον μηχανισμό προσδιορισμού των μισθών, θα δημιουργήσει κινδύνους για τις προοπτικές υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητά της''.
''Καθώς η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να ανακάμψει ταχύτερα από την απασχόληση, αναμένεται ότι η παραγωγικότητα θα εμφανίσει άνοδο, η οποία θα συντελέσει και σε υποχώρηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, χωρίς πάντως να επέρχεται εξάλειψη της σημαντικής επιδείνωσης που παρατηρήθηκε κατά το προηγούμενο έτος''.
''Ο απoπληθωρισμός που σημειώθηκε το 2020 και αναμένεται να συνεχιστεί το 2021 θα συρρικνώσει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε κλάδους υπηρεσιών που πλήττονται από την πανδημία, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Παράλληλα, η ανατίμηση του ευρώ κατά 3,4% σε σταθμισμένους όρους το 2020 (μέσα επίπεδα έτους) κυρίως ως προς το δολάριο, αλλά και ως προς νομίσματα μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών (Βραζιλία, Ρωσία, Τουρκία), επιβάρυνε σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας''.
''Η σταδιακή άρση των μέτρων στήριξης με την επιστροφή στην κανονικότητα ενδέχεται να έχει αρνητική επίδραση τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην επιχειρηματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των επιχειρήσεων με χαρακτηριστικά που τις καθιστούν μη βιώσιμες.
Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 άτομα) που απασχολούν περίπου τους μισούς εργαζομένους στον επιχειρηματικό τομέα, ένα κύμα πτωχεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας εργαζομένων που επί του παρόντος είναι σε καθεστώς αναστολής εργασίας.
Οι πτωχεύσεις τείνουν να ενισχύουν την επίπτωση των υφέσεων στην αγορά εργασίας, ιδίως εάν είναι συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένους τομείς, καθώς η ανακατανομή του εργατικού δυναμικού είναι μια αργή διαδικασία''.
''Μία ακόμα συνέπεια της πανδημίας είναι αύξηση του αριθμού των μη οικονομικά ενεργών το 2020 κατά 1,7% ή περίπου 75 χιλιάδων ατόμων λόγω της εξόδου εργαζομένων από το εργατικό δυναμικό. Οι λόγοι για την αύξηση αυτή ήταν είτε υγειονομικοί φόβοι, είτε η ανάγκη φύλαξης των ανήλικων τέκνων λόγω των κλειστών σχολείων, είτε η μειωμένη ζήτηση εργασίας ειδικά στον τουριστικό κλάδο, καθώς πολλά ξενοδοχεία δεν άνοιξαν φέτος. Με τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, οι παραπάνω λόγοι ενδέχεται να πάψουν να υφίστανται και είναι πολύ πιθανή η επιστροφή ενός μεγάλου μέρους αυτών των ατόμων στο εργατικό δυναμικό, γεγονός που θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ανέργων, εφόσον δεν υπάρξει η ανάλογη ζήτηση από την πλευρά των επιχειρήσεων για να τους απορροφήσει''.
Κατώτατος μισθός και μέτρα στήριξης
''Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο και δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας ως προς την εξέλιξη της πανδημίας'', σημειώνεται από την ΤτΕ πως ''κρίνεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο για μια αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων το 2021''.
Όπως εξηγείται, ''ένα τέτοιο ενδεχόμενο συνιστά μία πρόσθετη αρνητική διαταραχή στο κόστος ενός μεγάλου εύρους επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων στην παρούσα συγκυρία (όπως μικρές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις στο εμπόριο, στα καταλύματα και στην εστίαση), επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ως αποτέλεσμα της προσωρινής παύσης λειτουργίας των επιχειρήσεων και της γενικευμένης υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας''.
Από την ΤτΕ τονίζεται πως ''ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας αυξάνεται περαιτέρω από το ενδεχόμενο να μην επιβιώσουν οι πιο ευάλωτες επιχειρήσεις στους κλάδους που πλήττονται περισσότερο από τις επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορονοϊού. Σε ένα περιβάλλον με ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, η απώλεια θέσεων εργασίας συνιστά μια δυσμενή εξέλιξη με δυνητικά επίμονες αρνητικές επιδράσεις, ιδιαίτερα για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων όπως οι νέοι και οι εργαζόμενοι χαμηλής εξειδίκευσης''.
Τέλος, η ΤτΕ κάνει, παραπέρα, τρεις κρίσιμες παρατηρήσεις:
''Στην παρούσα συγκυρία καθίσταται πιο επιτακτική η ανάγκη να συνεχιστούν και να διευρυνθούν κατά το δυνατόν για όσο ισχύουν τα μέτρα περιορισμού εξάπλωσης της πανδημίας οι παρεμβάσεις για τη διασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων θέσεων εργασίας και τη στήριξη του εισοδήματος από εξαρτημένη εργασία, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών για τον περιορισμό της παραοικονομίας και την τήρηση του εργατικού δικαίου''.
''Παράλληλα, θα πρέπει να σχεδιαστεί η στρατηγική και το χρονοδιάγραμμα της σταδιακής και προσεκτικής απόσυρσης των μέτρων, με σκοπό να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και στο διαθέσιμο εισόδημα''.
''Είναι σημαντικό να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, οι οποίες θα πρέπει να στοχεύουν, μεταξύ άλλων, σε εκείνους τους κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, όπως οι κλάδοι των δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης και του λιανικού εμπορίου, όπου υπάρχει ο κίνδυνος μόνιμης αύξησης της ανεργίας όταν αρθούν τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης''.