Συγκλονίζουν όσα ανέφερε στη προανακριτική του κατάθεση ο πιλότος, καθώς προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες για το ειδεχθές έγκλημα στην 20χρονη Καρολάιν. «Σκέφτηκα να εξαφανίσω το πτώμα της» είπε στους αστυνομικούς
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε τον έρωτά μου για αυτή την κοπέλα» είπε στους αστυνομικούς και ζήτησε συγνώμη για το έγκλημά του. Ο ίδιος περιγράφει την μητέρα του παιδιού του ως επιθετική στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει το στυγερό έγκλημά του και αναφερόμενος στο μοιραίο βράδυ της δολοφονίας της άτυχης κοπέλας αναφέρει πως η 20χρονη του είπε: «Δεν πάτε να ψοφήσετε και οι δύο». Λόγια χωρίς κανένα αντίλογο πλέον, ειπωμένα από έναν άνθρωπο που επί εβδομάδες εμφάνιζε το έγκλημά του, ως το αποτέλεσμα ληστείας….
Στην προανακριτική του απολογία ο 32χρονος πιλότος αναφέρει ότι ήταν μαζί με την Καρολάιν από το και παντρεύτηκαν το 2019. Ο ίδιος μίλησε για τα προβλήματα υγείας που ανέκυψαν όταν γεννήθηκε το παιδί τους. «Για μένα η Λυδία μετά κι από αυτές τις περιπέτειες της υγείας της, είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια.
Το να σας πω ότι είναι τα πάντα για μένα, νομίζω είναι πολύ λίγο» αναφέρει ο κατηγορούμενος στην αρχή της απολογίας του και συνεχίζει: «Όταν χάσαμε το πρώτο παιδάκι, η συμπεριφορά της Καρολάιν άρχισε να αλλάζει. Εκεί που ήταν όλα καλά μεταξύ μας, μπορεί για την οποιαδήποτε σημαντική ή ασήμαντη αφορμή να γινόταν επιθετική απέναντι μου.
Η Καρολάιν είχε το εξής χαρακτηριστικό. Μπορεί να ήμασταν όλη την εβδομάδα μια χαρά και από τη μία στιγμή στην άλλη μπορεί να γύρναγε ένας διακόπτης και να γινόταν επιθετική απέναντι μου ή απέναντι σε οποιοδήποτε την είχε πειράξει εκείνη τη στιγμή. Μετά από μία ώρα που θα της περνούσαν τα νεύρα, ήταν όλα μια χαρά εγώ προσπαθούσα να διαχειριστώ αυτές τις εξετάσεις της. Της πρότεινα να πάμε σε μία ψυχολόγο, εκείνη συμφώνησε και έτσι Ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στην κυρία (…) για συνεδρίες».
Το βράδυ του φόνου
Συνεχίζοντας την κατάθεσή του ο κατηγορούμενος, αναφέρεται στα όσα προηγήθηκαν εκείνο το μοιραίο βράδυ στη μεζονέτα της φρίκης, λίγες ώρες πριν ο ίδιος πνίξει την 20χρονη σύζυγό του και βάλει το μωρό τους πάνω στο άψυχο σώμα της. Ο 32χρονος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ενώ ήμουν με τη Λυδία και έπαιζα μαζί της στον καναπέ, πήγε να πέσει από τον καναπέ και τότε έκανα μία κίνηση να την αρπάξω για να μην πέσει. Η αλήθεια είναι ότι η κίνηση μου αυτή ήταν λίγο άγαρμπή και η Λυδία φοβήθηκε και άρχισε να κλαίει. Η Καρολάιν ήρθε προς το μέρος μας και ξεκίνησε να μου φωνάζει. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς μου είπε εκείνη τη στιγμή, φεύγοντας όμως από το καθιστικό για να ανέβει στην κρεβατοκάμαρα θυμάμαι ότι μου είπε: «Δεν πάτε να ψοφήσετε και οι δύο». Φυσικά και δεν έδωσα καμία σημασία, γιατί ήξερα ότι δεν ήταν ο εαυτός της και ότι το είπε πάνω στα νεύρα της. Την τελευταία φορά που ανέβηκα με τη μικρή στην αγκαλιά μου η Καρολάιν προσπαθούσε να κοιμηθεί. Πήγα λοιπόν και έβαλα την μικρή δίπλα της για να κοιμηθούμε όλοι μαζί».
«Φώναζε που της έφερα τη μικρή»
Συνεχίζοντας την φρικτή περιγραφή του ο κατηγορούμενος λέει στην προανακριτική του απολογία: «Άφησα την Λυδία η Καρολάιν άνοιξε τα μάτια της άρχισε να μου φωνάζει επειδή της έφερα τη μικρή και δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Η μικρή ξύπνησε. Τότε η Καρολάιν πάνω στα νεύρα της έπιασε το μωρό με τα δυο της χέρια και το πέταξε με δύναμη μέσα στο λίκνο.
Λέγοντας κάτι του στυλ σου είπα ότι δεν την θέλω εδώ. Πήρα αγκαλιά το μωρό και είπα στην Καρολάιν είσαι με τα καλά σου; Χτυπάς τη μικρή και αυτή μου απάντησε κάτι του στυλ: «Ότι γουστάρω θα κάνω, ότι θέλω θα κάνω». Πήρε την μικρή κάτω και κοιμήθηκε στον καναπέ. Το σκεφτόμουν και έλεγα από μέσα μου αν το έκανε αυτό τώρα που είμαι και εγώ μπροστά, αν λείπω, τι θα της κάνει, θα την σκοτώσει θα; Αυτό δεν μπορούσε να μου φύγει από το μυαλό. Ανέβηκα ακόμη μία φορά στην κρεβατοκάμαρα για να κάνω μία τελευταία προσπάθεια.
Ξάπλωσα δίπλα της και την πήρα αγκαλιά. Της είπα να πάρω τη μικρή και να ανέβουμε πάνω και αυτή μου απάντησε Όχι μην φέρεις την μικρή δεν σας θέλω. Και ξεκίνησε να τινάζει το σώμα της για να φύγει από την αγκαλιά μου. Εγώ συνέχιζα να την κρατάω σφιχτά και της έλεγα ότι πρέπει η μικρή να ανέβει επάνω για να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή όπως τιναζόταν το πρόσωπο της ήταν στο μαξιλάρι εννοώ δηλαδή ότι το στόμα της και η μύτη της ακουμπούσαν στο μαξιλάρι εγώ συνέχισα να την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου μέχρι που κατάλαβα ότι η Καρολάιν σταμάτησε να κουνιέται.
Όλο αυτό πρέπει να κράτησε γύρω στα πέντε λεπτά από την ώρα δηλαδή. Που την αγκάλιασα μέχρι την ώρα που σταμάτησε να κουνιέται. Τα έχασα. Προσπάθησα να την ξυπνήσω, την κούναγα, αλλά κατάλαβα ότι όλο αυτό που έκανα ήταν μάταιο. Κατέβηκα αμέσως στο σαλόνι να δω αν η μικρή ήταν καλά, είδα ότι κοιμόταν και ανέβηκα πάλι στην κρεβατοκάμαρα. Τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. …»
«Έβαλα τα κλάματα»
Στη συνέχεια της απολογίας του ο κατηγορούμενος υποστηρίζει πως έβαλε τα κλάματα και πως αμέσως σκέφτηκε την Λυδία που θα μεγαλώσει χωρίς τους γονείς της. Λέει στη συνέχεια: «Τότε λοιπόν σκέφτηκα να κάνω μία τελευταία προσπάθεια μήπως μεγαλώσει τουλάχιστον με τον πατέρα της. Σκέφτηκα να εξαφανίσω το σώμα της, αλλά κάτι τέτοιο μου ήταν αδύνατον να κάνω. Μόνο που την κοίταζα, έκλαιγα.
Το επόμενο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να πω ότι κάποιος άλλος το έκανε. Θα έλεγα στην αστυνομία ότι μπήκαν ληστές μέσα στο σπίτι. Βρισκόμουν σε πανικό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σκέφτηκα ότι για να φανεί πιο αληθοφανές και να πιστέψουν ότι μπήκαν αδίστακτοι ληστές, θα έπρεπε να κάνω κακό στο σκύλο. Κανένας δεν θα πίστευε ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω κακό στο σκυλί. Με πόνο καρδιάς κρέμασα το λουρί του σκύλου στα κάγκελα της σκάλας. Δεν θυμάμαι την χρονολογική σειρά».
Καταθέτοντας στους αστυνομικούς ο κατηγορούμενος περιέγραψε αναλυτικά όλες τις ενέργειες που έκανε προκειμένου να σκηνοθετήσει την ληστεία: «Ξεκίνησα να δένω την ταινία στα χέρια και στο στόμα μου. Στη συνέχεια με το σπάγκο έδωσα τα πόδια μου, τα χέρια μου μαζί με τα πόδια μου και όλο αυτό το έδεσα στις τάβλες του κρεβατιού. Πριν δεθώ, πήρα τη μικρή από τον καναπέ που κοιμόταν και την έβαλα στο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας, δίπλα στην Καρολάιν. Η μικρή κοιμόταν», είπε στους αστυνομικούς.