Ξημέρωνε 21 του Απρίλη όταν στους δρόμους της Αθήνας βγήκαν τα πρώτα τανκς για να καταλάβουν όλα τα στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας: Βουλή, υπουργεία, ΕΙΡ, ΟΤΕ, Ανάκτορα. Την ίδια ώρα, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς εξαπέλυε πιστές στο κίνημα δυνάμεις για να συλλάβουν το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Οι πραξικοπηματίες έβαλαν σε εφαρμογή το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο «Προμηθεύς» για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, με αποτέλεσμα να κινηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής.
Πώς φτάσαμε στο πραξικόπημα - Οι συνθήκες των προηγούμενων ημερών
Η χώρα την εποχή εκείνη βρισκόταν ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου και την εξουσία ασκούσε από τις 3 Απριλίου η ΕΡΕ, με πρωθυπουργό τον αρχηγό της Παναγιώτη Κανελλόπουλο, έχοντας τη συναίνεση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεωργίου Παπανδρέου και του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Διάχυτη ήταν η πεποίθηση ότι τις επερχόμενες εκλογές θα κέρδιζε η Ένωση Κέντρου και θα επανερχόταν θριαμβευτικά στην εξουσία, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Πολλοί ήλπιζαν ότι θα έμπαινε ένα τέλος στη διετή πολιτική ανωμαλία, που έμεινε στην ελληνική ιστορία ως «Αποστασία» και σηματοδοτήθηκε από την παραίτηση του λαοπρόβλητου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου (είχε λάβει το 52,2% στις εκλογές του 1964) στις 15 Ιουλίου 1965, μετά τη σύγκρουσή του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Λίγες ώρες πριν είχε ολοκληρωθεί η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου και τα μέλη του είχαν αποχωρήσει για τα σπίτια τους, χωρίς να έχουν ιδέα για το τι θα επακολουθούσε. Ανάμεσά τους και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Παναγιώτης Παπαληγούρας.
Η τριάδα των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου εκμεταλλεύτηκαν τον... βαθύ ύπνο των δημοκρατικών κυβερνήσεων και φρόντισαν να τοποθετήσουν στις πιο νευραλγικές θέσεις του στρατεύματος ανθρώπους μυημένους στα σχέδιά τους. Τους βοήθησε, επίσης, το γεγονός ότι μέσα στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες μάχιμες μονάδες, όπως το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, που βρισκόταν στη σημερινή Πολυτεχνειούπολη, με διοικητή τον ταξίαρχο Παττακό.
«Αποφασίζομεν και Διατάζομεν»
Νωρίς το πρωί, το ραδιόφωνο της ΕΙΡ έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά άσματα και οι αγουροξυπνημένοι Έλληνες άκουγαν τα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν» των δικτατόρων, που ήταν η απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τριών ατόμων. Με συντακτική πράξη κατά τη διάρκεια της ημέρας ανεστάλησαν οι διατάξεις του Συντάγματος και ματαιώθηκαν οι εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.
Όταν έπειτα από λίγες μέρες ο Τάλμποτ είπε στον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μέρι, ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτός του απάντησε κυνικά: «Μα, πώς είναι δυνατόν να βιάσεις μια πόρνη;..»
Αιφνιδιασμένοι από τις εξελίξεις φαίνεται να ήταν και οι Αμερικανοί, που δεν περίμεναν την κίνηση του Παπαδόπουλου. Τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ ξύπνησε ο ανιψιός του πρωθυπουργού Κανελλόπουλου, Διονύσης Λιβανός, και του ανακοίνωσε την είδηση.
Όταν έπειτα από λίγες μέρες ο Τάλμποτ είπε στον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μέρι, ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτός του απάντησε κυνικά: «Μα, πώς είναι δυνατόν να βιάσεις μια πόρνη;..».
Οι διώξεις και τα φρικτά βασανιστήρια των αγωνιστών υπέρ της δημοκρατίας
«Η Χούντα είναι προσωρινή κατάσταση, για να ξεκαθαρίσει κάθε κομμουνιστική εστία, να απολυμάνει τη χώρα και ύστερα να έρθει ο φρυδάς», δηλαδή ο «εθνάρχης» Καραμανλής. Αυτά τα έγραψε ο Κοροβέσης στο «Ανθρωποφύλακες» και ειπώθηκαν το 1967 από αρχιβασανιστή της Χούντας.
Αφού ο βασικός στόχος της ήταν να τσακίσει το εργατικό κίνημα, κεντρικό ρόλο αποκτούσε για το καθεστώς η βία και η τρομοκρατία σε βάρος αριστερών και δημοκρατών. Η Αριστερά θεωρούνταν ο ιθύνων νους του κινήματος, το μέσο με το οποίο το κίνημα μπορούσε να μπολιαστεί με την επικίνδυνη ιδέα του σοσιαλισμού και της ανατροπής του συστήματος, οπότε έπρεπε να τσακιστούν ψυχολογικά, ηθικά και σωματικά τα μέλη και τα στελέχη της.
Από την πρώτη μέρα της χούντας ξεκίνησαν συλλήψεις, δολοφονίες, βασανιστήρια και εξορίες στα ξερονήσια. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της 7επτίας δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, ενώ δεκάδες δολοφονήθηκαν. Την πρώτη μέρα επιβολής της δικτατορίας μόνο δολοφονήθηκαν η 24χρονη Μαρία Καλαβρού, επειδή μούντζωσε ένα από τα τανκς, και ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής, που έκανε το λάθος να βρεθεί στον δρόμο τους.
Τέσσερις μέρες μετά δολοφονούνταν ο Παναγιώτης Ελλής, κομμουνιστής, συλληφθείς επειδή… περπατούσε αργά. Λιγότερο από έναν μήνα μετά η χούντα δολοφόνησε τον δικηγόρο Νικηφόρο Μανδηλαρά και τον πέταξε στη θάλασσα, ενώ το ίδιο έκανε λίγους μήνες μετά με τον αγωνιστή Γιάννη Χαλκίδη.
Υπολογίζεται ότι 87.000 συλλήψεις έγιναν χωρίς εντάλματα και χωρίς απαγγελία κατηγοριών. Οι άνθρωποι αυτοί φυλακίστηκαν για μέρες, εβδομάδες και μήνες και πολλοί από αυτούς βασανίστηκαν.
Τα βασανιστήρια έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο ξεδίπλωμα πολιτικής και των «μεθόδων διαπαιδαγώγησης» της Χούντας. Στόχος ήταν η ψυχολογική εξόντωση, η απόσπαση δημοσίως εξευτελιστικών δηλώσεων μετάνοιας και το «δόσιμο» - ρουφιάνεμα συντρόφων.
Σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας υπήρχε μια Χωροφυλακή ή μια Ασφάλεια ή ένα σώμα στρατού που συστηματικά βασάνιζε μέχρι θανάτου καθέναν που μπορούσε, έστω και μελλοντικά, να γίνει «επικίνδυνος». Χάθηκαν άνθρωποι όχι μόνο μέσα από τις άμεσες δολοφονίες, αλλά και εξαιτίας των συνεπειών των βασανιστηρίων, όταν εκείνα είχαν τυπικά παρέλθει.
Ειδικά σώματα βασανιστών-ανακριτών και τα ΕΑΤ-ΕΣΑ
Τα βασανιστήρια ανέλαβαν ο στρατός, η Ασφάλεια και ειδικά σώματα βασανιστών-ανακριτών, τα ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Τόσο σημαντικά ήταν τα βασανιστήρια, που η Χούντα επιμελήθηκε έναν πολύ οργανωμένο μηχανισμό παραγωγής βασανιστών. Οι περισσότεροι βασανιστές, ειδικά της ΕΣΑ, αποκτηνώθηκαν στη βασική εκπαίδευση με σκληρά καψώνια και ξυλοδαρμούς, προσβολές και ψυχολογικό πόλεμο. Δεν τους επέτρεπαν να ικανοποιήσουν τις βιολογικές τους ανάγκες και τους διέκοπταν συνεχώς τον ύπνο.
Η οδός Μπουμπουλίνας, ο Μάλλιος, ο Μπάμπαλης και ο Λάμπρου
Ένα από τα πιο γνωστά κέντρα βασανισμού βρισκόταν στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη διαβόητη οδό Μπουμπουλίνας, στο σκοτεινό βασίλειο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου (τους δύο πρώτους τους δολοφόνησαν μετά τη Χούντα η 17Ν και ο ΕΛΑ, αντίστοιχα).
Ένα σύγχρονο κολαστήριο, όπου βασανίστηκαν χιλιάδες συλληφθέντες αριστεροί και γενικότερα πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος. Εκείνη την περίοδο όλη η γειτονιά ανατρίχιαζε από τα ουρλιαχτά των βασανισμένων στην ταράτσα του κτιρίου, αναφέρουν μαρτυρίες.
Άλλο γνωστό κέντρο βασανιστηρίων ήταν τα κτίρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ πίσω από το άγαλμα του Βενιζέλου στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Τα όργανα της… τάξης απειλούσαν τον συλληφθέντα (ή τη συλληφθείσα) ότι θα τον/την εκπαραθυρώσουν, βιάσουν, ευνουχίσουν, ακρωτηριάσουν. Έδερναν, χτυπούσαν με γκλοπ στο κεφάλι, βίαζαν προωθώντας στον πρωκτό διάφορα αντικείμενα, έκαναν ηλεκτροσόκ σε όλο το σώμα και εικονικές δολοφονίες. Το ξυλοκόπημα ξεκινούσε από τη διαδρομή προς το αστυνομικό τμήμα με γροθιές στο πρόσωπο.
Τα χιτλερικά βασανιστήρια της Χούντας
Ομαδικά οι βασανιστές αστυνομικοί γρονθοκοπούσαν, χωρίς να κάνουν διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Σε έναν διαρκή ψυχολογικό πόλεμο, έβριζαν και απειλούσαν με βιασμό μανάδες, γυναίκες και αδελφές ή απειλούσαν ότι «θα πάνε να συναντήσουν την οικογένειά τους», την οποία υποτίθεται ότι ήδη είχαν δολοφονήσει. Άνοιγαν και έσπαζαν τα πόδια με ρόπαλα και σιδερένιους λοστούς.
Ήταν το βασανιστήριο της λεγόμενης «φάλαγγας». Το θύμα, ακινητοποιημένο σφιχτά πάνω σε έναν πάγκο, δεχόταν συνεχή χτυπήματα στα πέλματα.
Οι παραλλαγές κι εδώ ήταν πολλές. Για να μην ακούγονται οι φωνές, έβαζαν σε λειτουργία μια μηχανή ή έκλειναν το στόμα του θύματος με ένα πανί βουτηγμένο σε ούρα ή βρομόνερα ή του έριχναν νερό στο στόμα προκαλώντας συνθήκες πνιγμού. Όταν έσπαζαν τα πόδια, συνέχιζαν να τα χτυπάνε ή τα ζουλάγανε ή τραβούσαν και ξεκόλλαγαν το σπασμένο κόκαλο με πένσα, αφήνοντας κουσούρια στα πόδια που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ.
Τους χτύπαγαν το κεφάλι στον τοίχο. Καυτηρίαζαν μεταλλικές βελόνες και τις τοποθετούσαν μέσα στην ουρήθρα των ανδρών, ενώ σε γυναίκες ξερίζωναν το εφήβαιο και τους έδιναν να φάνε τις τρίχες. Τους έθαβαν ζωντανούς. Τους υπέβαλλαν στο ανυπόφορο μαρτύριο της σταγόνας. Βιάστηκαν γυναίκες, ακόμη και έγκυες.
Τους συλληφθέντες συχνά τους έγδυναν, τους επέβαλλαν ορθοστασία για ώρες και μέρες και τους έδερναν διαρκώς για ολόκληρα 24ωρα με βάρδιες – τους ξυλοκοπούσαν ακόμα κι «εκτός προγράμματος», από «φοιτητές» των ΕΑΤ-ΕΣΑ μέχρι τον μάγειρα της Ασφάλειας, αφού το ξύλο σε αριστερούς και δημοκράτες θεωρούνταν ένδειξη πίστης και προϋπόθεση ανέλιξης στο καθεστώς.
Τους έκαιγαν με τσιγάρα, τους κρεμούσαν επί ώρες από το ταβάνι ή από δέντρα. Τα ανδρικά γεννητικά όργανα χτυπιούνταν με ειδικά μαστίγια, ενώ τις γυναίκες τις χτυπούσαν στο στήθος και έχωναν, βίαια, ραβδιά, περίστροφα και δάχτυλα στον κόλπο τους. Μια νεαρή φοιτήτρια διακορεύτηκε με βέργα, από την οποία στη συνέχεια την κρέμασαν στον τοίχο.
Απορρυπαντικό ριχνόταν στα μάτια, τη μύτη και το στόμα του θύματος, αλάτι στις πληγές ή του έδιναν να πιει χλωρίνη όταν ζητούσε νερό. Την κοιλιά του Κώστα Κάππου την έσκισαν με ξιφολόγχες και έριξαν ασβέστη – οι πληγές δεν έκλεισαν ποτέ. Στον Διόνυσο, άγρια σκυλιά είχαν ξαμοληθεί μέσα στα κελιά των θυμάτων.
Στο ίδιο στρατόπεδο, θύματα είχαν αφεθεί γυμνά στο χειμωνιάτικο κρύο και δέχονταν παγωμένο νερό. Συνηθισμένη επίσης πρακτική ήταν η παραμονή επί ώρες σε θέση γονατιστή με χειροπέδες στενές, που έπειτα από ώρες μπήγονταν στη σάρκα ενώ τα χέρια πρήζονταν.
Η Ασφάλεια Πειραιά είχε εγκαταστήσει ένα κουδούνι που έκανε εκκωφαντικό θόρυβο έξω από το κελί του Χρήστου Παπαγιαννάκη –το οποίο είχε διαστάσεις τηλεφωνικού θαλάμου– και χτυπούσε απροειδοποίητα μέρα και νύχτα.
Το χειρότερο όμως ήταν να ακούς άλλους να βασανίζονται, λένε όσοι βασανίστηκαν.
Τιμή στην ιστορική μνήμη
Οι αγωνιστές που βασανίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους για να επανέλθει η δημοκρατία στη χώρα είναι αναρίθμητοι.
Οι ιστορικές μας αναφορές έχουν σκοπό να μη χαθεί η ιστορική μνήμη και να αποδίδεται κάθε φορά ένας μικρός φόρος τιμής στη δύναμη και τη θυσία. Η δημοκρατία μπορεί να είναι ισχυρό πολίτευμα, δεν είναι όμως ακλόνητο. Θέλει οι ίδιοι οι πολίτες να την περιφρουρούν και να την εφαρμόζουν. Μόνο έτσι δεν θα ξαναζήσουμε τη φρικαλεότητα της κατάλυσής της.