Ένα διήγημα με φανταστικά πρόσωπα του καιρού μας, στο οποίο ο μύθος κι η πραγματικότητα, δίνουν τιτάνια μάχη. Στον αναγνώστη ανήκει η κρίση για το τι τελικά επικρατεί.
Του Γιάννη Βασιλακόπουλου
Το τηλέφωνο έκλεισε απότομα και για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε παγωμένος να το ψηλαφίζει. Το μαντάτο που άκουσε λίγες στιγμές πριν ήταν, δίχως άλλο, κακό. Ντύθηκε γρήγορα αλλά με επιμέλεια και κατέβηκε στο δρόμο, μαύρη χειμωνιάτικη νύχτα, κρύα όσο και τα νέα που είχε μάθει… Στ’ αυτοκίνητο σκεφτόταν σκόρπια πράγματα, πρόσωπα, καταστάσεις – τα πάντα. Κάπου – κάπου πήγαινε να δακρύσει αλλά κρατιόταν τόσο που τα μάτια του είχαν φλογίσει κι έλεγες πως κατακόκκινα καθώς ήταν, είχαν βαλθεί να ρίξουν χρώμα στο σκοτάδι. Δεν θυμάται στα χρόνια που μετρούσε στην ασφάλεια υψηλών προσώπων να έχει βουρκώσει πολλές φορές. Τώρα ήταν αλλιώς.
Στο σπίτι του υπουργού, μια προσεγμένη μεζονέτα στα Νότια προάστια, είχε ήδη μαζευτεί κόσμος, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και μερικοί της «καλής κοινωνίας» των Αθηνών, όλοι βαρυπενθούντες… «Καλά πως έγινε; Πως πέθανε;», μια ερώτηση που θαρρείς πως την έπαιρνε ο αέρας της προχωρημένης νύχτας και την παρέσυρε ανεξέλεγκτα από στόμα σε στόμα, μέχρι τα αυτιά της νεαρής χήρας που έκλαιγε με πνιχτούς λυγμούς περιτριγυρισμένη από γνωστούς, συγγενείς και φίλους… Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο στην είσοδο, βουρκωμένος … Παγωμένος … Ύστερα βημάτισε αργά, σταματώντας στο πρώτο σμάρι ανθρώπων. Φαινόταν να μην έχει όρεξη για κουβέντες – οι ερωτήσεις όμως έπεφταν βροχή.
«Ένιωσε καμιά αδιαθεσία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σας;», τον ρωτούσαν μερικοί κι εκείνος έγνεφε αρνητικά, χωρίς πολλές κουβέντες. Έσπρωχνε διακριτικά και σχεδόν βουβά τον κόσμο μέχρι που έφτασε εκεί που στεκόταν η νεαρή χήρα. Μόλις τον είδε τα μάτια της, ήδη πρησμένα και κατακόκκινα σαν θυμωμένο ηφαίστειο πλημμύρισαν δάκρυα. Η ψηλόλιγνη σιλουέτα της, ακούμπησε στο θηριώδες κορμί του, εκείνος φάνηκε να της λέει δυο τρεις παρηγορητικές κουβέντες και προχώρησε στο εσωτερικό της μεζονέτας. «Η κηδεία θα γίνει μεθαύριο» του είπε ένας άλλος συνεργάτης του υπουργού – ένας μεσήλικας «ατσαλάκωτος» που είχε όλα τα χαρακτηριστικά του γραφειοκράτη στη φτιάξη του.
Ο κόσμος πύκνωνε απ’ όξω από το σπίτι, αλλά τώρα οι συνεργάτες του υπουργού έπρεπε να ανασκουμπωθούν γιατί υπήρχε πολλή δουλειά μπροστά. Εκείνος, ως υπεύθυνος ασφαλείας του μακαρίτη υπουργού είχε πολλά πράγματα να φέρει σε πέρας. Έκανε ότι έπρεπε μηχανικά, μόνιμα συνοφρυωμένος. Πανύψηλος, γυμνασμένος, πάντα καλοντυμένος όπως απαιτούσε η ιδιότητα του, σαραντάρης με αυστηρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο που είχαν σκληρύνει ακόμη περισσότερο, από την ώρα που άκουσε το κακό μαντάτο … Είχε μόλις μια μέρα πριν επιστρέψει από ένα ταξίδι με τον υπουργό στην Πράγα κι είχε πάρει δυο μέρες ρεπό … Αλλά ο θάνατος του υπουργού δεν άφηνε περιθώρια για ξεκούραση.
Ο υπουργός είχε περάσει τα 70. Ήταν τριάντα χρόνια βουλευτής, έχοντας ορκιστεί επανειλημμένως υπουργός σε κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Τον αγαπούσαν γενικά οι πολίτες γιατί ήταν προσιτός, απλός, με χιούμορ που σε κέρδιζε, γλεντζές όποτε το επέτρεπαν οι περιστάσεις. Είχε κάνει πράγματα που συζητιούνταν με θετική διάθεση από τους πολίτες. Είχε όμως και πάθη ανθρώπινα που τον έκαναν συχνά ανάγνωσμα του δημοσιογραφικού κουτσομπολιού. Χωρίς να προκαλεί του άρεσε και το ουισκάκι κι ένα κλασάτο τσιγάρο που και που – αλλά κυρίως του άρεσε το ωραίο φύλλο … Μ αυτήν την αφορμή προσπάθησαν κάποιες φορές να τον «τσαλακώσουν» κάποιες εφημερίδες – δεν τα κατάφεραν…
«Λύσσαξαν» όταν στα 65 του χώρισε τη γυναίκα του για να παντρευτεί την τριανταπεντάχρονη διευθύντρια του πολιτικού του γραφείου. Γεγονός της χρονιάς εκείνος ο γάμος και η νέα κυρία υπουργού, έλαμπε πανέμορφη, ψηλή και χαμογελαστή δίπλα στον κοτσονάτο δημοφιλή εξηνταπεντάρη… Λύσσαξαν οι εφημερίδες που για καιρό αντιμετώπισαν την νεαρά σύζυγο, αυτήν που απόψε έμεινε, έξαφνα χήρα, ως «πέτρα του σκανδάλου». Δεν κατάφεραν και πολλά. Το πήραν απόφαση και ηρέμησαν…
Κοσμοσυρροή στην κηδεία. Ο ουρανός βαρύς και συννεφιασμένος η μέρα κρύα και βροχερή, αλλά το πλήθος ήταν παρόν. Ένα μακρόσυρτο χειροκρότημα έσπασε τη βουβαμάρα του πένθους. Κι ύστερα ο οριστικός αποχαιρετισμός…
«Όλοι ρωτούν πως πέθανε … Αν είχε κάποιο πρόβλημα», είπε εκείνος όταν μετά από ώρες έμεινε μόνος, με την νεαρή χήρα του υπουργού στο ευρύχωρο σαλόνι της μεζονέτας.
«Τι σημασία έχει πια», αποκρίθηκε εκείνη, βηματίζοντας νευρικά στο χώρο. Φορούσε ακόμα τα ρούχα του πένθους και κάπνιζε βιαστικές τζούρες από ένα μακρύ αριστοκρατικό τσιγάρο. Ήταν όμορφη ακόμη και μέσα σ' αυτά κι εκείνος την κοιτούσε σχεδόν παραδομένος σε μια παράξενη σαγήνη.
«Θα με συγχωρέσεις για ένα λεπτό» του είπε με ζεστή φωνή, η νεαρή χήρα και, θαρρείς χάθηκε σαν αερικό στο χώρο. Κι έμεινε εκείνος να κοιτάζει με βλέμμα σαν αιχμαλωτισμένο, ως και τα χνάρια που άφηνε στο διάβα της… Κι όταν γύρισε, τελείως αλλαγμένη σαν να' χε αποθέσει το πένθος σε βαθύ χρονοντούλαπο, εκείνος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και μαρμάρωσε, ίδια μαγεμένος. Οι γραμμές του κορμιού της διαγράφονταν τώρα ξεκάθαρα, σκέτο γλυπτό μέσα από ένα διάφανο νυχτικό και τα μαλλιά της σαν να κάλπαζαν πια λυτά στους ώμους της. Η Θεά Αφροδίτη θα ζήλευε στ' αλήθεια… Εκείνος περίμενε όρθιος και ακίνητος. Σαν να άκουγε κάποια μουσική από αισθησιακό νέγρικο μπλουζ, όσο τον πλησίαζε αυτή η οπτασία. Τον άγγιξε τρυφερά. Κι ύστερα τον φίλησε στα χείλη, αργά, ηδονικά…
«Μα ο υπουργός, μόλις…», πρόλαβε να ψελλίσει μια φράση ανολοκλήρωτη εκείνος. «Είναι καιρός να ασχοληθούμε με τους ζωντανούς» τον διέκοψε αφοπλιστικά η χήρα που' χε πια μεταμορφωθεί σε μια Σειρήνα που σκόρπαγε υποσχέσεις… Και τον φιλούσε με ένα πάθος αδιάκοπο. Λίγο – λίγο πέταξε κι εκείνος όποιες αναστολές του είχαν απομείνει για πρόφαση. Και παραδόθηκε σε έναν χορό ακατέργαστης επιθυμίας της σάρκας … Κι έτσι τους βρήκε η επόμενη αυγή – αιχμάλωτους ο ένας του άλλου πάνω σε σεντόνια αναστατωμένα και καυτά από τους χυμούς της προηγούμενης νύχτας.
«Πάει καιρός που το' θελα μαζί σου», του είπε κοιτάζοντας τον βαθιά μέσα στα αυστηρά μάτια του. Κι εκείνος απάντησε με ακόμη ένα στροβίλισμα στον χορό του πάθους. Πάνω στο κομοδίνο η κορνίζα με μια φωτογραφία του υπουργού… Σαν να κοιτούσε κι αυτός, σαν να ήταν μάρτυρας της ιεροτελεστίας της αποκαθήλωσης του, χωρίς φυσικά να μπορεί να αντιδράσει…
Λίγες μέρες αργότερα
«Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και το θέμα της περιουσίας», του είπε εκείνη προβληματισμένη. Εκείνος που είχε πια αποσπαστεί, ως αστυνομικός, στη Βουλή, ξεγλιστρούσε σε κρυφές συναντήσεις μαζί της πότε στη μεζονέτα, πότε στο εξοχικό ενός φίλου κάπου στη Φθιώτιδα…
«Τι πρόβλημα υπάρχει»; τη ρώτησε
«Οι δικηγόροι μου μιλούν για όχι ξεκάθαρα πράγματα», απάντησε εκείνη … «Μου λένε να έχουμε υπομονή και να προσέχουμε»
«Πρέπει να βιαστούμε αγάπη μου. Να φύγουμε από τη χώρα … Χρειαζόμαστε χρήματα για να φύγουμε», της έλεγε συνεχώς εκείνος ολοένα και πιο πιεστικός.
Οι εφημερίδες βοούσαν τις επόμενες μέρες. «Σκάνδαλο πάνω από τον τάφο του υπουργού», έλεγαν με πηχυαίους τίτλους. Κι έκαναν λόγο για τεράστια ποσά που έκαναν φτερά από το υπουργείο από την ώρα του γάμου με την νεαρή σύζυγο.
«Σατανικός εραστής σε ρόλο κλειδί στο σκάνδαλο» έγραψε ένα κουτσομπολίστικο φύλλο… Και το ζεύγος, αναστατωμένο τώρα σε ένα δωμάτιο Παρισινού ξενοδοχείου ψάχνει διέξοδο.
«Το δικαστήριο με καταδίκασε ερήμην, δεχόμενο ότι έχω βλάψει το Ελληνικό Δημόσιο και ζητά τώρα τη δήμευση της περιουσίας μου», είπε με τρόμο στη φωνή της κλείνοντας, με δύναμη το λάπτοπ μπροστά της. Εκείνος της έριξε ένα βλέμμα υποκριτικά συμπονετικό:
«Πόσο λυπάμαι αγάπη μου», της είπε με ειρωνικό χρώμα στη φωνή του…
«Θέλω τη βοήθεια σου. Θα το περάσουμε κι αυτό μαζί…», του είπε με μιαν απόγνωση, με τόνο ικετευτικό…
Της έριξε μιαν υπεροπτική ματιά γεμάτη οίκτο. Τώρα ήταν αυτός ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. «Μαζί;» τη ρώτησε σχεδόν περιπαιχτικά… «Τι ακριβώς να περάσουμε μαζί; Και πως θα ζούμε;»
«Με τα χρήματα που πήραμε από την Αθήνα … Αυτά που έβαλες εσύ σε έναν κοινό τραπεζικό λογαριασμό». Εκείνος ξέσπασε σε εκκωφαντικό γέλιο… «Και μετά θα δουλέψουμε», συμπλήρωσε με μια μάταιη απελπισία εκείνη. Το γέλιο του έγινε πιο δυνατό. «Μου έφτιαξες το κέφι, να είσαι καλά … αγάπη μου» της είπε με την ειρωνεία να γιγαντώνεται. «Εγώ μια δουλειά ξέρω να κάνω καλά. Να…ενοικιάζω έρωτα σε πλούσιες κυρίες όταν φεύγουν από αυτόν τον κόσμο οι ηλικιωμένοι σύζυγοι τους».
Αυτή τον κοιτούσε με φρίκη, έκπληξη και τρόμο…
«Κάθαρμα!» έσκουξε. «Με έβαλες να δηλητηριάσω τον άντρα μου για να είμαστε για πάντα μαζί. Και τώρα». Η όψη της άρχισε να γίνεται όμοια μαινάδας κι η ψυχή της πλημμύριζε από ανάγκη για εκδίκηση… Εκείνος άνοιξε την πόρτα του δωματίου και το γέλιο του ταξίδευε βροντερό στον αέρα. Κι εκείνη τον μισούσε, όλο και περισσότερο … Κι αυτό δεν καταλάγιασε ποτέ. Ούτε στα κατοπινά πέρα δώθε της ανάμεσα σε φυλακή και ψυχιατρείο που την ανάγκασε η ίδια η ζωή… Που τελικά τιμωρεί, κι αυτή το κατάλαβε με τον πιο σκληρό τρόπο…