Στα στούντιο των αδελφών Ναχάς, στο Κάιρο, άνθισε κάποτε ένας μεγάλος έρωτας, μεταξύ δυο ανθρώπων διαμετρικά διαφορετικών, τόσο που θα πίστευε κανείς άνετα ότι πιο εύκολα θα μπορούσαν να μισηθούν θανάσιμα παρά να αγαπηθούν παράφορα.
Του Γιάννη Βασιλακόπουλου
Από τη μια, η «Κόρη του Κιθαιρώνα», η Έλλη Λαμπέτη, που ξεκίνησε, ως Έλλη Λούκου, από τα Βίλια από μιαν οικογένεια βασανισμένη, με αριστερές καταβολές και πολύ δύσκολη ζωή. Από την άλλη ο κοσμοπολίτης και εκ φύσεως υπερόπτης Δημήτρης Χορν. Γιος στρατιωτικού, αλλά και θεατρικού συγγραφέα, μορφωμένος, πάνω από το μέσο όρο της δεκαετίας του 1950 και μ' έναν αέρα που γεννούσε άλλοτε λατρεία και θαυμασμό κι άλλοτε ανασφάλεια. Γιατί ο Χορν μπορεί να απογείωνε έναν άνθρωπο, μια κατάσταση, μια δουλειά, με την ίδια ευκολία που με ένα βέτο του, οδηγούσε σε απόλυτο αδιέξοδο.
Στο Κάιρο γυρίζονταν στη δεκαετία του 50, πολλές ελληνικές ταινίες μια και, τότε, τεχνικά η αιγυπτιακή κινηματογραφική βιομηχανία υπερείχε της ελληνικής, που μετρούσε κι αυτή, όπως όλα τα πεδία της ελληνικής κοινωνίας, ανεπούλωτες πληγές ενός μεγάλου πολέμου κι ενός εφιαλτικού εμφυλίου σπαραγμού.
Δύο διαφορετικοί κόσμοι
Ένα «Κυριακάτικο ξύπνημα», όμως και μια «Κάλπικη Λίρα», ο Κακογιάννης κι ο Τζαβέλας λοιπόν, ένωσαν τότε, κάτω από τον Ανατολίτικο αέρα του Καΐρου, δυο κόσμους που έδειχναν ξένοι. Σκόρπισαν όμως και δυο αστέρια, στον ουρανό, που πήραν κάτι από τη σαγήνη και τον μύθο των πυραμίδων και του Νείλου κι έλαμψαν, δίνοντας σάρκα και οστά στο ότι «Ηθοποιός σημαίνει φως», πολύ πριν ο Χορν το ντύσει μαγικά με μιαν ιδιαίτερη φωνή.
Ο Δημήτρης Χορν, ο άνθρωπος που διοχέτευσε ένα τεράστιο ταλέντο στο θέατρο και στο σινεμά, εξελισσόμενος σε έναν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς που ανέδειξε ποτέ τούτη η χώρα. Αυτός ο «κολλητός» του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Μάνου Χατζηδάκι που όταν χώρισε με τη Λαμπέτη και χρειάστηκε να συνεργαστεί ξανά μαζί της, στο θέατρο της έστελνε το κείμενο με το… σοφέρ του, για να μην τη συναναστρέφεται και ζήτησε από τον μακαρίτη το Λιβαδά να αναβληθεί μια ακριβοπληρωμένη πρεμιέρα, επειδή, «πονάει ο λαιμός του», αυτός ο μυστήριος και εσωστρεφής, αλλά τεράστιος θεατράνθρωπος επιβλήθηκε χάρη σε έναν … καυγά.
Καυγάς Φίνου - Σακελλάριου
Όταν ο Αλέκος Σακελλάριος παρέδωσε στο Φίνο το σενάριο του «Αλίμονο στους νέους», εκείνος το διάβασε και είπε στο μεγάλο συγγραφέα πως «Αυτό θα το κάνουμε, θα το παίξει ο Παπαμιχαήλ». Ο Σακελάριος του αντιπρότεινε τον Χορν, τον οποίον ο κορυφαίος παραγωγός χαρακτήρισε «αντιεμπορικό». Και μάλιστα, λέγεται, ότι πρόσθεσε ειρωνικά «Ποιος θα έρθει να τον δει αυτόν;». Μεταφέρεται ως σήμερα από κάποιες πηγές ότι ο καυγάς των δυο στενών συνεργατών και φίλων, ακούστηκε και πέρα από την οδό Χίου που βρίσκονταν τα γραφεία της FINOS FILMS.
Τελικά ο καυγάς τέλειωσε με μιαν ατάκα – κλειδί: «Αν αποτύχει εισπρακτικά, θα σου δώσω εγώ όλα τα λεφτά της παραγωγής», είπε ο κυρ Αλέκος στον πατριάρχη του Ελληνικού κινηματογράφου. Ο Σακελλάριος έκανε το έργο με δική του παραγωγή με την κοινοπραξία Αξαρλή - Παπαγεωργίου - Σακελλάριου με υπεύθυνο παραγωγής τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη. Η ταινία «έσπασε ταμεία» με το ζευγάρι Δημήτρης Χορν – Μάρω Κοντού να δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας και το Σακελλάριο να κεντά αριστουργηματικά πάνω στο μύθο του Φάουστ.
Ο Δημήτρης Χορν γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου (νυν Εθνικού), όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1940, στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα». Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ την περίοδο 1974 -1975, ενώ το 1980 ίδρυσε με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, σκοπός του οποίου είναι η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Η Πολιτεία του απένειμε το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α'.
Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 1998, ύστερα από πολύμηνη ασθένεια.