Κουβεντιάζοντας με έναν «κατά παραγγελία» δολοφόνο

Κατέβαινα με αργά, διστακτικά βήματα τον κεντρικό δρόμο της Γλυφάδας, την Ιωάννου Μεταξά…Ξάστερη εκείνη η νύχτα της προχωρημένης άνοιξης, αλλά ένας φόβος ανάκατος με την περιέργεια του νεαρού ρεπόρτερ, με είχε κυριεύσει…Πρώτη φορά, στην τότε «άγουρη»  ακόμη, δημοσιογραφική μου διαδρομή  θα συναντούσα ένα δολοφόνο.Του Γιάννη Βασιλακόπουλου

Και μόνο ο τρόπος που κλείστηκε αυτό το ραντεβού, έτρεφε αυτόν τον φόβο: «Στις 3 το πρωί θα είσαι λίγα μέτρα πριν την πιάτσα των ταξί. Και θα πλησιάσεις το αυτοκίνητο μου διακριτικά, δεν θέλω να δίνω στόχο». Ακολούθησα την οδηγία κατά γράμμα – από φόβο κι όχι από κάποια τυπολατρία, ομολογώ σήμερα πάνω από 20 χρόνια μετά τη συνάντηση. Άλλωστε είναι η πρώτη φορά που γράφω για αυτό το περιστατικό και αφορμή για αυτό ήταν το ότι διάβασα πρόσφατα ότι ο Ματθαίος Μονσελάς, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που ξετυλίγεται στο σημείωμα βρέθηκε κάποτε να ζει απόκοσμα σε μια σπηλιά, σχεδόν εξωανθρώπινα, κυνηγημένος από τη μοίρα του, φυγάς μιας ζωής που θέλει να ξεχάσει…

Ο μεγάλος μου δάσκαλος στο σινάφι, ο Γιάννης ο Καλαμίτσης ήταν λιγόλογος, αλλά και συγκλονιστικά συγκινητικός, την ώρα που τότε, στα μέσα της άνοιξης του 99, μου «ανέθετε» το συγκεκριμένο θέμα. «Δεν θα το δεις σαν δημοσιογράφος. Αυστηρά σαν άνθρωπος» μου είπε και μπήκαμε στο στούντιο του ραδιοφώνου του ΑΝΤ1  για να ξεκινήσει η εκπομπή «Πρωινές Χειρηλασίες»  στην οποία πήρα το ραδιοφωνικό μου «βάπτισμα» στην μακρινή, πια, τριετία 1997 – 2000. Κάτι με έτρωγε μέσα μου  αλλά ο Καλαμίτσης  δεν συνέχισε την κουβέντα. Εγώ όμως ήθελα να μάθω ποιο ήταν του ζητούμενο: «Αν όχι συνέντευξη, τότε τι;» αναρωτήθηκα μετά καθώς πίναμε καφέ, στο Page δίπλα στον ΑΝΤ1.

«Να βρούμε δουλειά στον άνθρωπο», μου είπε κοφτά ο Καλαμίτσης, αρχίζοντας να μου ξεδιπλώνει την παράξενη και δαιδαλώδη ιστορία του Ματθαίου Μονσελά, που μου έμοιαζε σαν συνδυασμός του «Ψυχώ» και του «Πύργου» του Κάφκα: «Δεν είναι ένας επαγγελματίας, ούτε κατά συρροή δολοφόνος», μου είπε ο Γιάννης, που πάντα πάσχιζε να βρει κάτι ανθρώπινο, ακόμη και στην πιο σκληρή συνθήκη: «Πρέπει να τον βοηθήσουμε είναι από τις περιπτώσεις που θέλω να πιστεύω ότι αξίζει μια ευκαιρία, που δεν την είχε ως τώρα»…

Πράγματι ο Ματθαίος Μονσελάς δεν ήταν μια … κλασική περίπτωση δολοφόνου…

Το έγκλημα που σόκαρε το πανελλήνιο

Τον Ιανουάριο του 1994 μια δολοφονία συγκλόνισε την Ελλάδα. Ο 40χρονος Ματθαίος Μονσελάς σκότωσε την επίσης 40χρονη οδοντίατρο Γιόλα (Γεωργία) Βαγενά. Δεν επρόκειτο για κάποιο έγκλημα πάθους με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ωστόσο η είδηση προκάλεσε αίσθηση. Το πρωτοφανές της υπόθεσης ήταν ότι ο Μονσελάς έγινε «δολοφόνος κατά παραγγελία» του ίδιου του θύματος. Η Βαγενά δηλαδή του ζήτησε να τη σκοτώσει και εκείνος το έκανε! ...

Ένα αυτοκίνητο, παλιό βαμμένο αυτοσχέδια με παρδαλά χρώματα σταμάτησε μπροστά μου. Ο οδηγός με κινήσεις που πρόδιδαν καχυποψία μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και με το που μπήκα άρχισε να μου λέει την ιστορία του, χωρίς τυπικότητες. Θυμάμαι διάβαζε και ζωγράφιζε προσπαθώντας, μ’ αυτά τα εργαλεία να φωτίσει τα σκοτάδια του μυαλού. Δεν ήθελε κόσμο. Τριγυρνούσαμε με το  παράξενο αμάξι στην άδεια Γλυφάδα για αρκετή ώρα εκείνο το χάραμα. Και τελικά πήραμε δυο κυπελάκια παγωτό από ένα μαγαζί που βρήκαμε ανοιχτό. Παρκάραμε κάπου κοντά στην παραλία και η κουβέντα συνεχίστηκε.

Το χρονικό της ιστορίας

Η Βαγενά διατηρούσε ιατρείο στην Αθήνα και άφηνε καθημερινά το αυτοκίνητό της στο πάρκινγκ που εργαζόταν ο Μονσελάς. Οι δυο τους είχαν μια τυπική σχέση υπαλλήλου – πελάτη, μέχρι τη στιγμή που η οδοντίατρος άρχισε να τον προσεγγίζει. Η πληγωμένη γυναίκα πρότεινε στον μοναχικό υπάλληλο να του φτιάξει τα δόντια, εκείνος πήγε στο ιατρείο της και έτσι η γνωριμία τους άρχισε να μετατρέπεται σε φιλία. Μια φιλία που αργότερα χαρακτηρίστηκε «στημένη» από την ίδια τη Βαγενά, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να έχει αποδειχτεί επίσημα.

Ο Μονσελάς δεν έφτιαξε τελικά τα δόντια του γιατί όπως ανέφερε ο ίδιος, φοβόταν τους οδοντιάτρους, αλλά οι συναντήσεις του με τη γιατρό καθιερώθηκαν. Οι δύο φίλοι άρχισαν να πηγαίνουν συχνά βόλτες με το αυτοκίνητο και να συζητούν με τις ώρες, κυρίως για τα προσωπικά προβλήματα της οδοντιάτρου. Η Βαγενά είχε δηλώσει ξεκάθαρα στον Μονσελά ότι ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της, αλλά για να κάνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν τη βοήθειά του. Εκείνος συνέχισε να τη συναντά και να ακούει τα προβλήματά της, θεωρώντας πως κατ’ αυτό τον τρόπο τη βοηθούσε να τα ξεπεράσει και να βγάλει από το μυαλό της την αυτοκτονία.

«Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τον άντρα της»

«Στις επισκέψεις μου στο ιατρείο, η Γιόλα μου έκανε προτάσεις να τη σκοτώσω προκειμένου να λυτρωθεί και επειδή δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τον άντρα της», ανέφερε ο Μονσελάς στην κατάθεσή του, κατά τη δίκη του. Όταν η απελπισμένη γυναίκα εμφάνισε στον φίλο της ένα όπλο, ο Μονσελάς της το πήρε, όπως δήλωσε, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε για να αυτοκτονήσει.

«Από τότε που μου έδειξε το όπλο, με το αυτοκίνητό της με έπαιρνε και με πήγαινε σε ερημικές τοποθεσίες της Κορίνθου, της Χαλκίδας, της Λαμίας και της Αττικής. Όταν φτάναμε στα ερημικά σημεία, μου ζητούσε να τη σκοτώσω λέγοντάς μου ότι δεν μας έβλεπε κανένας επειδή ήταν ερημιά και νυχτερινές ώρες. Είχαμε πάει στις εν λόγω τοποθεσίες περίπου δέκα φορές». Ύστερα συζητήσαμε για φιλοσοφία και ποίηση. Και την άλλη μέρα πήγα στο στούντιο του ΑΝΤ1 αφηγούμενος σχεδόν συγκλονισμένος την ιστορία του ξημερώματος. Όχι στον ραδιοφωνικό «αέρα»- δεν μ' άφησε.

Αργότερα έμαθα ότι ο Ματθαίος Μονσελάς κάπου δούλεψε για λίγο – μάλλον με μεσολάβηση του Καλαμίτση, δεν μου είπε ποτέ… Μα τον έδιωξαν ξανά. Την ευκαιρία που ζητούσε ουσιαστικά δεν του την έδωσαν ποτέ – ο άνθρωπος όμως με τον οποίον συναντήθηκα εκείνο το ξημέρωμα στη Γλυφάδα, την άξιζε και τη δικαιούτο…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWS2U ΣΤΟ INSTAGRAM