Ο «Φλού» βρίσκεται εδώ και 30 χρόνια στον ουρανό. Λαμπρό αστέρι εκεί πάνω, όσο ήταν κι εδώ στη γη, για λίγα χρόνια – δυστυχώς … Το όνομα του, Παύλος Σιδηρόπουλος, συνώνυμο με το ατόφιο ταλέντο και την έμπνευση της νεανικής ορμής, του ριζοσπαστισμού, της επαναστατικής σκέψης, του ψαξίματος για κάτι καλύτερο.
Του Γιάννη Βασιλακόπουλου
Το ταλέντο του δεν θα τον άφηνε ποτέ καταταγμένο ως δημιουργό ενός αόριστου και απρόσωπου περιθωρίου.
Ένας καλλιτέχνης που στην πρώτη νιότη του, έλαβε «χρίσμα» από τον κορυφαίο Γιάννη Μαρκόπουλο στα 26 του, δεν είναι άλλο, από εκκολαπτόμενος κορυφαίος κι αυτός… Συμμετείχε ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του, τα έργα Θεσσαλικός κύκλος (1974), και Οροπέδιο (1976), ενώ είχε και μια ελάχιστη συμμετοχή σε ένα τραγούδι του δίσκου Ανεξάρτητα (1975). Παράλληλα έκανε μουσικές και θεατρικές εμφανίσεις στις συναυλίες του Μαρκόπουλου. Στις 4 και 6 Οκτωβρίου του 1976 ο συνθέτης πραγματοποίησε συναυλίες στο Ηρώδειο, με τη συμμετοχή του Σιδηρόπουλου, οι οποίες μαγνητοσκοπήθηκαν και ηχογραφήθηκαν αλλά κυκλοφόρησαν μόλις το 1990. Κι όταν ο δρόμος ανοίγει έτσι δεν μπορεί παρά να σπέρνει ελπίδα… Ο διάβολος της ηρωίνης που του έκοψε το νήμα της ζωής, σαν σήμερα, το 1990, μόλις στα 42 του, δεν μας στέρησε μονάχα έναν καλό τραγουδιστή , αλλά έναν πολυτάλαντο καλλιτέχνη, έναν άνθρωπο του πολιτισμού.
Το χε από τα γεννοφάσκια του αυτό το «άγγιγμα» ο Σιδηρόπουλος. Από την οικογένεια της μητέρας του, Τζένης, ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της πεζογράφου και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, λογοτέχνιδος και πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη. Δεν μπορούσε να εξελιχθεί αλλιώς.
Άνθρωπος που έγραφε το μύθο του, αλλά και γελούσε κοροϊδευτικά στη μοίρα του, ήταν ο Παύλος που έγινε ίνδαλμα της νεολαίας μιας εποχής γράφοντας και τραγουδώντας, αληθινούς ύμνους. Ως κι η «Μόνα Λίζα» του «Να μ’ αγαπάς» δάκρυσε στο φευγιό του …. Γιατί ο άνθρωπος που έκανε μυθικό πρόσωπο τον «Μπάμπη το Φλου» κι έδωσε μελωδία στη σκέψη κι άλλη διάσταση στον δοτικό έρωτα με το «Να μ’ αγαπάς» δεν παραμέρισε ποτέ τα πάθη του. Από τους έρωτες του, ως το βάλτο της ηρωίνης, ο Παύλος ζούσε επικίνδυνα.
«Αργότερα, όταν πια θα ξεκαθαριστούνε όλα μέσα μου, όλα τα «γιατί» που τα άφησα στη μέση λόγω τεχνικών δυσκολιών (προβλεπομένων από το πρόγραμμα)… αργότερα, όταν πια θα ηρεμήσω να αγωνίζομαι γι’ αυτό που δεν αλλάζει, αργότερα, όταν τα χέρια μου μ’ εμπιστοσύνη θα τα βάλω στα δικά σου…
Τότε, καλέ μου, θα πάρω ένα σακίδιο και μια κιθάρα και μόνη μου θα ταξιδέψω στις μοναξιές του ανθρώπου στ’ άγνωστα και επικίνδυνα μονοπάτια της ψυχής μου (ή του στομαχιού μου) κι ήρεμη χωρίς φωνές δίχως απότομες εξάρσεις θα σκαλίσω και θα ξεθάψω με τα τραγούδια της κιθάρα μου αυτό το άγνωστο "εγώ, γιατί, πού, πότε", κι ό,τι απ’ όταν γεννήθηκα με τυραννούσε, ίσως, καλέ μου, ίσως πια αναπαυμένο πάψει να σιγοτρώει τα σωθικά».
Αυτά είναι λόγια γραμμένα από την ποιήτρια Γιόλα Αναγνωστοπούλου, την γυναίκα που καθόρισε τη ζωή και τον ψυχισμό του Παύλου Σιδηρόπουλου …
Η σχέση τους διήρκησε από το 1977 έως το 1980, παρόλο που η Γιόλα έλειπε για μεγάλα διαστήματα στο Παρίσι, αλλά ήταν τόσο έντονη που σημάδεψε και τους δύο εξίσου, ενώ επηρεάστηκαν αμφότεροι από την ιδιοσυγκρασία του καθενός.
Σύμφωνα με το συνάδελφο Μανώλη Νταλούκα που εντοπίζει στο βιβλίο του «Το βιβλίο των ηρώων του τρόμου» (2011)* την επιρροή του Παύλου από τη Γιόλα και το αντίστροφο, σε διάφορα τραγούδια του πρώτου και ποιήματα της δεύτερης, «η Γιόλα έσπρωξε τον <Παύλο στην Ηρωίνη»
Συγκρίνοντας τα ποιήματα των συλλογών της Γιόλας και τα τραγούδια «Εν κατακλείδι», «Πού να γυρίζεις» και η «Ώρα του Stuff» του Παύλου, καταλήγει:
«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ο Παύλος Σιδηρόπουλος επηρεάζεται πάρα πολύ από τη σκέψη της Γιολάντας. Δεν είναι ότι αντιγράφει στίχους, όχι. Αλλά ο επηρεασμός, όταν είναι ισχυρός, σου αλλάζει τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο. Και έχουμε ακριβώς αυτό. Ο Παύλος για πρώτη φορά βάζει στην ποιητική του και τη διάστασης της θλίψης, το οποίο σημαίνει ότι βλέπει τον κόσμο και με τα μάτια της Γιόλας. Και έτσι ανατρέπεται το παλαιό δίπολο, τα πρόσωπα του Ζορμπά και του Αυγέρη υποχωρούν, και η Γιόλα γίνεται η μούσα του από εδώ και πέρα».
Σε συνέντευξή του, πάντως, στον Μανώλη Νταλούκα το 2018 ο φίλος του Σιδηρόπουλου, Αλέξης Γκόλφης, αναφέρει πως τόσο ο Παύλος όσο και η Γιόλα έκαναν χρήση ηρωίνης προτού γνωριστούν.
Πέρα όμως από όλα αυτά ο Παύλος άφησε ζωντανό και έντονο το χνάρι του σε όλο το φάσμα της τέχνης : Ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα στο ντουέτο Δάμων και Φιντίας και συνεργάστηκε επίσης με τα Μπουρμπούλια, καθώς και με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80 συνεργάστηκε με το συγκρότημα Απροσάρμοστοι.
Στέκει στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ελληνικής ροκ μουσικής σκηνής και το άλμπουμ του Φλου που συνηχογράφησε με το συγκρότημα Σπυριδούλα. Αυτό το άλμπουμ είναι μνημειώδες του είδους.
Το καλοκαίρι του 1977 μέσω του Τόλη Μαστρόκαλου, μπασίστα των Σπυριδούλα γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο, γνωστού για την ταινία του Αλδεβαράν. Ο Θωμόπουλος εντυπωσιάστηκε από τη σκέψη και τη φωτογένεια του Σιδηρόπουλου και, επιθυμώντας να συνεργαστούν, προσάρμοσε το σενάριο της επόμενης ταινίας του, Ο Ασυμβίβαστος,στον χαρακτήρα του. Ο Σιδηρόπουλος δέχθηκε να πρωταγωνιστήσει, παρά τις επιφυλάξεις του για το σενάριο, ενώ τραγουδούσε και όλα τα τραγούδια της ταινίας.[6] Τα γυρίσματα έγιναν το 1977 και τη γενική επιμέλεια της μουσικής επένδυσης της ταινίας είχε ο συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής Γιώργος Θεοδωράκης, γιος του Μίκη. Ο τελευταίος έγραψε και ένα τραγούδι για την ταινία, το «Κάποτε θα 'ρθουν» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τέσσερα τραγούδια για το σάουντρακ έγραψε και ο Θωμόπουλος, ανάμεσα τους τη μπαλάντα «Να μ'αγαπάς» το οποίο αρχικά δεν ακούστηκε ιδιαίτερα αλλά μετά το θάνατο του Σιδηρόπουλου έγινε πολύ δημοφιλές στο ραδιόφωνο και διασκευάστηκε από διάφορους καλλιτέχνες. Η ερμηνεία του Σιδηρόπουλου πήρε γενικά θετικές κριτικές όμως η ταινία είχε μια αδιάφορη πορεία τόσο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του 1979 όσο και στις αιθουσες.
Στην καριέρα του ως ηθοποιού περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη Οικογένεια Ζαρντή (ΕΡΤ, 1982) όπου έπαιζε το ρόλο ενός οπιομανούς γαλλοθρεμμένου αστού των αρχών του 20ου αιώνα.
Ο δρόμος όμως δεν ήταν μακρύς.
Σύμφωνα με πηγές της εποχής, το καλοκαίρι του 1990 το αριστερό χέρι του Παύλου άρχισε να παραλύει. Αν και κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι έφταιγε, η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος». Εκείνη την περίοδο, κατά τις εμφανίσεις του στο ΑΝ, ο Παύλος ανέβαινε στη σκηνή με δεμένο χέρι.
Στις 4 Δεκεμβρίου είχε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου, αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και έφυγε με μια φίλη του. Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου του 1990 ο Σιδηρόπουλος βρέθηκε στο σπίτι μιας άλλης φίλης του στο Νέο Κόσμο σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης και λίγο μετά ξεψύχησε στο ασθενοφόρο καθοδόν προς το νοσοκομείο Ευαγγελισμός.