Μινιόν – Λαμπρόπουλος: Δυο αυτοκρατορίες που «κατάπιε» η φωτιά

Ποιος δε θυμάται το Μινιόν και τον Λαμπρόπουλο;Του Γιάννη Βασιλακόπουλου

Παραμονές Χριστουγέννων ήταν του 1980 όταν άρχισε η κατάρρευση ενός πραγματικού μύθου. Ένα από τα πιο εμφατικά δείγματα του Ελληνικού εμπορικού δαιμονίου που σιγοκαιγόταν την ώρα που το Μινιόν τυλίχθηκε στις φλόγες. Και τώρα που ο Στέφανος Τσιτσιπάς – βρήκε την ώρα και – δημοσιοποίησε την… ανάγκη του να βρίσκει κάπου ένα Harrods, όταν έρχεται στην Ελλάδα η αναφορά σε έναν χώρο που υπήρξε προπομπός των mall και ειδικά τέτοιες μέρες ανέδειξε την λάμψη των εορτών, γίνεται ξανά επίκαιρη. Κι όχι μόνον αναφορικά με το Μινιόν, αλλά και με το πολυκατάστημα του Λαμπρόπουλου, αρχαιότερο ακόμη κι από το μινιόν. Δυο χώροι συνώνυμοι με τη λάμψη, αλλά και με την αφετηρία της σύγχρονης καταναλωτικής κουλτούρας των Ελλήνων.

Βίοι παράλληλοι για τα δυο πολυκαταστήματα στην κυριολεξία από την αρχή ως τους ομοίως άδοξους τίτλους τέλους. Δυο φιλόδοξα παιδιά από γνήσιο Ελληνικό χωριό υπήρξαν οι θεμελιωτές δυο αυτοκρατοριών. Γεννημένος το 1913 σε χωριό της Ολυμπίας, από πάμφτωχη οικογένεια, ο Γεωργακάς στα 13 του καταφθάνει μόνος στην Αθήνα για να αναζητήσει καλύτερη τύχη. Τα επόμενα χρόνια θα εργαστεί στο μπακάλικο ενός θείου του, ως σερβιτόρος στην πλατεία Βάθης, σε πρατήριο τσιγάρων και ως τσιλιαδόρος ενός παπατζή. Περιπλανήθηκε σε πολλές δουλειές, γνώρισε κόσμο πολύ, πήγε σε νυχτερινό σχολείο και γοητεύτηκε από ένα … περίπτερο στα … Χαφτεία που είχε το όνομα Μινιόν. Από τότε που το είδε τριγύριζε στο μυαλό του.

Διέφερε από τα υπόλοιπα, αυτό το περίπτερο αφού διέθετε μια ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως τσιγάρα, εφημερίδες, στυλό, γυαλιά, είδη καπνού και μια σειρά από χρηστικά μικροαντικείμενα. Τότε ήταν που ο Γεωργακάς πείθει τον ιδιοκτήτη του εν λόγω περιπτέρου, Άγγελο Σεραφειμίδη, άρτι αφιχθέντα από την Αμερική, να συνεταιρισθούν.

Οι δύο συνεταίροι υιοθετούν πρωτοποριακές πρακτικές για να προσελκύσουν πελατεία. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε αρκετά αργότερα ο Γεωργακάς στην αυτοβιογραφία του: «Πουλούσαμε πακετάκια με δέκα λάμες, αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, σε καλές τιμές. Για τον κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία.

Φθάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!». Σύντομα θα ανοίξουν ένα ακόμη περίπτερο και λίγο αργότερα το πρώτο τους κατάστημα, στα Χαυτεία. Μετά τον πόλεμο, οι δύο συνεταίροι είναι πια έτοιμοι για το μεγάλο άλμα, ανοίγοντας το 1944 το Μινιόν, στην Πατησίων. Όμως ο Γεωργακάς θα μείνει μόνος, αφού ο Σεραφειμίδης αποχωρεί από την εταιρεία και αναχωρεί στην Αμερική. Αυτό, βέβαια, δεν θα πτοήσει τον φιλόδοξο επιχειρηματία, ο οποίος σύντομα θα ξεδιπλώσει το επιχειρηματικό του ταλέντο.

Κάποια στιγμή στις φλόγες του εμφυλίου το Μινιόν λεηλατήθηκε από δυνάμεις του ΕΛΑΣ αλλά στάθηκε ξανά στα θεμέλια του πιο γερά, από πριν. Μεγάλωνε κι έγραφε ιστορία …

Δημοκρατικών πεποιθήσεων ο Γεωργακάς επιχειρήθηκε να μπει στο στόχαστρο της Χούντας ,αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο γιατί το Μινιόν να είναι το μεγαλύτερο κατάστημα της Αθήνας και με σημαντική κερδοφορία. Κι ας έδινε , στις ημέρες του Πολυτεχνείου, προσφέρει καταφύγιο σε δεκάδες φοιτητές που προσπαθούν να ξεφύγουν τη σύλληψη, δίνοντάς τους να φορέσουν ρούχα υπαλλήλων του καταστήματος. Τη δεκαετία του '70, το Μινιόν έχει πια μετατραπεί σε ένα τεράστιο σύγχρονο πολυκατάστημα, το ενδέκατο μεγαλύτερο σε μέγεθος σε όλη την Ευρώπη, με ετήσιες πωλήσεις που προσεγγίζουν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές. Αναδεικνύεται σε σήμα κατατεθέν της πρωτεύουσας, όπου κάποιος θα μπορούσε να βρει –σε προσιτές τιμές- από καρφίτσες και τρόφιμα μέχρι ηλεκτρονικά και αυτοκίνητα, ενώ αναμφίβολα καταφέρνει να συνδεθεί με τις ομορφότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων.

polikatastima minion

Λίγα χρόνια νωρίτερα από τον Γεωργακά, ένας άλλος φιλόδοξος νεαρός επαρχιώτης ερχόταν στην πρωτεύουσα αποφασισμένος να την κατακτήσει.

Συγκεκριμένα το 1898, ο Ξενοφών Λαμπρόπουλος, από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εγκαταλείπει την δεκαμελή οικογένειά του και καταφθάνει στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Αρχικά εργάστηκε ως πλανόδιος πωλητής ανδρικών ειδών και ακολούθως, έχοντας συνοδοιπόρο τον αδελφό του Βασίλειο, ιδρύουν το 1906 την ομόρρυθμη εταιρεία Αδελφοί Π. Λαμπρόπουλοι, η οποία στεγάστηκε σε έναν υπόγειο χώρο, στη γωνία Αιόλου και Σοφοκλέους.

Οι «Αφοί Λαμπρόπουλος» ήταν η μία εκ των δύο επιχειρήσεων στην Αθήνα -μαζί με τον Μινιόν– που εγκαινίασαν τον όρο πολυκατάστημα στην Ελλάδα, ωστόσο, είχε άδοξο τέλος, μετά από σχεδόν έναν αιώνα ζωής.

polikatastima lampropoulos

Αρχικά το κατάστημα ήταν επικεντρωμένο στα ανδρικά είδη (πουκάμισα, εσώρουχα, γραβάτες, κάλτσες, μαντίλια και άλλα), σταδιακά όμως άρχισε να μεγαλώνει και να διευρύνει τις δραστηριότητές του. Έχοντας καταφέρει να πιάσει τον παλμό της αγοράς, εμπλουτίζει διαρκώς την πραμάτειά του, φτάνοντας να διαθέτει ακόμη και ξυλουργικό τμήμα, καθώς και τμήμα επίπλων ραδιοφώνων και γραμμοφώνων. Παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις, τα οκτώ αδέρφια φέρνουν στο μαγαζί τους οτιδήποτε νέο και καινοτόμο κυκλοφορούσε στο εξωτερικό, με πιο εμβληματική την αποκλειστική εισαγωγή της οδοντόπαστας και κρέμας ξυρίσματος «ΚΟΛΥΝΟΣ».

Το το 1927 έχουν μετατρέψει την εταιρεία τους σε ανώνυμη και έχουν αναλάβει βιομηχανική δραστηριότητα. Είναι ενδεικτικό ότι το 1932 ίδρυσαν, σε συνεργασία με την ΕΜΙ, την δισκογραφική εταιρεία «Columbia – Αφοί Λαμπρόπουλοι»

Στη δεκαετία του ’70 υπήρχαν πέντε μεγάλα καταστήματα Αδερφοί Λαμπρόπουλοι στην Ελλάδα και το κεντρικό, στην Αιόλου και Λυκούργου, αποτελούσε attraction ακόμα και για τους Αθηναίους, καθώς οι καταπληκτικές για την εποχή βιτρίνες με τις κινούμενες κούκλες ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Στον Λαμπρόπουλο έβρισκες τότε τα δυσεύρετα «εισαγόμενα είδη», αλλά και ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί, από τα λεγόμενα τότε είδη προικός, μέχρι την περίφημη κολόνια 4711, που έκανε θραύση στα ραφάκια μπάνιου της εποχής.

Ώσπου έφτασε το μοιραίο 1980. Πομπηία θαρρείς, σαν να εξερράγη ένας βάναυσος απόκοσμος Βεζούβιος .

Το μπαράζ εμπρησμών στο Μινιόν, τον Κλαουδάτο, τον Κατράντζο και τον Δραγώνα, αλλά και στο κατάστημα του Λαμπρόπουλου στον Πειραιά, που είχε ανοίξει το 1971, σόκαρε το καταναλωτικό κοινό και απομάκρυνε τους καταναλωτές από τα μεγάλα πολυκαταστήματα του κέντρου. Όλο και περισσότεροι Αθηναίοι επέλεγαν να μην κατεβαίνουν στο κέντρο για τα ψώνια τους – παρά μόνο κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και κάποια Σαββατοκύριακα – στρεφόμενοι στις εμπορικές επιχειρήσεις που άρχισαν να αναπτύσσονται στα προάστια της Αθήνας. Η αγοραστική κίνηση στο κέντρο έπεσε και τα πολυκαταστήματα βυθίστηκαν σταδιακά σε κρίση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWS2U ΣΤΟ INSTAGRAM