Η μυθιστορηματική ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη, γεμάτη δυσκολίες, περιπέτειες και αρκετές σκληρές στιγμές ξεκίνησε στην Σύρο στα 1905. Κι έγινε συλλογική γνώση σε ολόκληρη την Ελλάδα που αναγνώρισε στη φιγούρα, τη φωνή και τη μουσική του κληρονομιά, όχι μόνον τον αδιαμφισβήτητο πατριάρχη του ρεμπέτικου, αλλά κι έναν από τους πιο εμπνευσμένους μουσικούς που γέννησε αυτός ο τόπος.
Του Γιάννη Βασιλακόπουλου
Η αναγνώριση του Μάρκου, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις ήρθε μετά θάνατον. Γιατί όσο ήταν εν ζωή, ο Μάρκος, λοιδορήθηκε, κυνηγήθηκε, τα τραγούδια του «επιβίωσαν» στην παρανομία κι ο ίδιος, μαζί με το γιο του Στέλιο έφτασαν να τραγουδούν σε μαγεριά και καφενέδες της Δραπετσώνας για τα προς το ζην, όταν η οικογένεια του κολυμπούσε στα βαθιά νερά της απερίγραπτης φτώχειας κι ο ίδιος ήταν πια απόμαχος κι άρρωστος. Οι δισκογραφικές εταιρείες και τα μεγάλα μαγαζιά του είχαν κλείσει ερμητικά την πόρτα. Ο Μάρκος, όμως, τραγουδιέται και λατρεύεται ως σήμερα, ενώ κι όσο «τραβούσε» όλα αυτά δεν κλάφτηκε ποτέ. Έτσι ήταν η φτιάξη του: Περηφάνια . πραγματική μαγκιά, μπέσα, αντριλίκι και φιλότιμο – αληθινό κι όχι «κουβεντιαστό».
«Το Μινόρε της Αυγής»
Η τηλεοπτική σειρά «Το Μινόρε της Αυγής», σε ένα αριστουργηματικό σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα, που προβλήθηκε από την ΕΡΤ το 1983 , έντεκα χρόνια μετά το θάνατο του Μάρκου, στην ουσία πραγματεύεται την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού μέσα από τη δημιουργία και δράση της θρυλικής ρεμπέτικης τετράδας του Πειραιά, η οποία ξεκίνησε το 1934 και την αποτελούσαν οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς και Στράτος Παγιουμτζής. Σε αυτήν τον χαρακτήρα του Μάρκου, ενσάρκωσε μοναδικά, ο Αντώνης Καφετζόπουλος κι ήταν πραγματικά μια παρακαταθήκη που μας έκανε να γνωρίσουμε καλύτερα τον μεγάλο Συριανό, τον τεράστιο Έλληνα.
Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο αφού είχε κάνει πλήθος δουλειές στο νησί , αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.
Ο πρώτος γάμος
Στα 18 του έκανε τον πρώτο του γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρουδή, τη «Ζιγκοάλα» όπως την αποκαλούσε.
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, άκουσε κατά τύχη τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια..
Η περίοδος λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση). Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
«Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου 'χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...»
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.»
Το μνημειώδες τραγούδι έχει σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Αντώνη Πρέκα, γραφτεί στα μουσικά μοτίβα του Εθνικού ύμνου …
Ο Μάρκος έφυγε το Φλεβάρη του 1972, πικραμένος … Κάπου 250 ηχογραφημένα τραγούδια του άφησαν βαρύ τον ίσκιο του σε αυτήν τη χώρα. Αυτός ο αυτοδίδακτος «μάγος του ήχου» που κυνηγήθηκε λυσσαλέα εν ζωή, αλλά λατρεύτηκε μετά θάνατον είναι ένα κομμάτι της Ελλάδας. Αυτής που αντιστέκεται και μέσα μας δε θα ξεφτίσει ποτέ…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
- Η «ενδοεργασιακή βία» στον παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο και οι πρωταγωνιστές που δεν «τσαλακώθηκαν»
- Ανδρέας Παπανδρέου: Η ακαδημαϊκή δράση και το κυβερνητικό έργο
- Νίκος Ζιάγκος: «Έχω δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση, αλλά προτίμησα να μην την διαφημίσω»