Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν μια από τις πλέον ιδιαίτερες φυσιογνωμίες του αγώνα και η συμβολή του στον ξεσηκωμό του 1821 υπήρξε κάτι παραπάνω από καταλυτική
Ήταν φτιαγμένος από στόφα ήρωα, κουβαλούσε ηγετικά χαρακτηριστικά, αλλά η ροπή του στις ανθρώπινες αδυναμίες –και είχε μπόλικες– τον έθεσε πολλές φορές σε θέση αμφισβήτησης – κυρίως από ανθρώπους που συχνά εποφθαλμιούσαν την ηγετική του θέση.
Η φήμη του, όμως, δεν «τσαλακώθηκε» στο διάβα των αιώνων.Ο ηρωισμός του, ο πατριωτισμός του, η διπλωματική του ευελιξία, αλλά και η αγάπη του στο γλεντοκόπι μάς παρέδωσαν το είδωλο ενός ανθρώπου που δικαίως υμνείται και θαυμάζεται.
Εξακολουθεί όμως να αποτελεί και ένα μεγάλο μυστήριο, κι ας έχουν περάσει 194 χρόνια από τον θάνατό του στο ηρωικό πεδίο της μάχης ή –κατ' άλλες ιστορικές πηγές– τη δολοφονία του από χέρι αδελφικό.
Ο γεννημένος στα 1780, ή σε ένα μοναστήρι κοντά στη Σκουλικαρία της Άρτας ή σε μια σπηλιά στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας, νόθος γιος μιας καλόγριας έμαθε μονάχος του από μικρός δύο πράγματα: Στοιχειώδη γραφή κι ανάγνωση, αλλά –κυρίως– τα άρματα, τον πόλεμο.
Βρέθηκε ως και στην αυλή του Αλή Πασά για να του πει: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα, ρίξε με στη λίμνη».
Όταν θανατώθηκε ο μέντοράς του, ο Κατσαντώνης, άρχισε να πολεμά με λίγα παλικάρια στην αρχή, που πλήθυναν πολύ γρήγορα, τους Οθωμανούς, καταφέρνοντας να γίνει ο φόβος κι ο τρόμος τους στη Ρούμελη, όπου μπήκε σύντομα κεφαλή του αγώνα.
Φίλος του Κολοκοτρώνη και γνώριμος του Καποδίστρια, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης φημιζόταν για τη λατρεία του στο ωραίο φύλο αλλά και για τη διπλωματική του ευελιξία.Ως μεγάλος στρατηλάτης, διατηρούσε κάποιους διαύλους επικοινωνίας με τον εχθρό
–ουσιαστικά διαύλους δικής του πληροφόρησης για τα εσωτερικά του εχθρού–, πράγμα για το οποίο συκοφαντήθηκε από κάποιους.
Έφτασαν στο σημείο να τον καταδικάσουν για εσχάτη προδοσία στις 30 Απριλίου του 1824 και τη στέρηση των αξιωμάτων που είχε συγκεντρώσει μέχρι τότε. Στις 25 Ιουνίου του ίδιου έτους, ωστόσο, κατέφυγε στο Ναύπλιο, όπου η κυβέρνηση του αναγνώρισε και πάλι όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Παρ' όλα αυτά, ήταν αυτός που ενέπνεε τους Έλληνες παντού στα μέρη της Ηπείρου και της Ρούμελης.
Όταν έφτασε στην Αττική, σκόρπισε τον πανικό στα στρατεύματα των Οθωμανών. Λέγεται μάλιστα πως είχε προειδοποιήσει τον αλαζόνα Κιουταχή όταν τον συνάντησε σε μια δεξίωση Γάλλου ναυάρχου σε μια ανάπαυλα των μαχών και πριν από τη μάχη του Κερατσινίου.
«Ταχιά θα σας καταπιώ… Απόψε ας πιούμε» του είπε κι ο Πασάς συνοφρυώθηκε.Ο Καραϊσκάκης είχε δίκιο: Οι απώλειες των Τούρκων στο Κερατσίνι στις 3 Μαρτίου του 18277 ήταν συντριπτικές. Οι νεκροί Οθωμανοί ανήλθαν σε 300 και οι τραυματίες σε 500 άνδρες. Οι Έλληνες έχασαν 3 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν περί τους 25.
Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του ότι οι υπερασπιστές της Ακρόπολης, βλέποντας από μακριά την εξέλιξη της μάχης, βγήκαν και χτυπήθηκαν με τους πολιορκητές.
Η πληροφορία αυτή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, φαίνεται υπερβολική, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήταν δυνατό να έχουν ακριβή αντίληψη της μάχης στο Κερατσίνι.Ωστόσο, η αναφορά του Μακρυγιάννη απηχεί το κλίμα γενικής ευφορίας και του αναπτερωμένου ηθικού των Ελλήνων μετά τη μεγάλη νίκη του Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι.
Κάπου ενάμιση μήνα αργότερα, στο ξημέρωμα της γιορτής του, ο Καραϊσκάκης έπεσε στη μάχη του Φαλήρου – κάποιοι λένε από ελληνικό βόλι κι όχι από το ασκέρι του Κιουταχή.
Τη νύχτα της 22ας Απριλίου 1827 άκαιροι πυροβολισμοί Κρητικών πολεμιστών πριν από το σύνθημα για γενική επίθεση οδήγησαν σε συμπλοκή με τους Τούρκους.Ο Καραϊσκάκης έφτασε στο σημείο, όπου και τραυματίστηκε από σφαίρα στη βουβωνική περιοχή. Την επόμενη μέρα έχασε τη ζωή του, με ανεπιβεβαίωτες πηγές να θέλουν τη σκανδάλη να πάτησε χέρι Έλληνα, οπλισμένο από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με τον οποίο είχαν γνωστή έριδα.
Οι περισσότερες πρωτογενείς πηγές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι πυροβολήθηκε από τους Τούρκους.
Μια πλήρη αποτύπωση της προσωπικότητας του κορυφαίου οπλαρχηγού όπως μας την έχουν συστήσει οι ιστορικές πηγές συναντάμε στους στίχους του Νίκου Καλογερόπουλου, που έχει, μνημειωδώς, ερμηνεύσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου: Μέσα σε αυτούς, το πρωτοπαλίκαρό του, ο Πανουργιάς, του λέει: «Λένε πως παίζεις με χανουμάκια / Με τουρκοπούλες και καλογριές / Και σ' αραδιάζουνε βρισιές / Πως μπαινοβγαίνεις στους μαχαλάδες / Με δερβισάδες στήνεις χορό / Και με ρωτάν και τι να πω; Λένε πως έχεις αλισβερίσι / Με αλή πασάδες κάνεις χωριό / Και σε ρωτάω τι να τους πω;».
Κι ο ατρόμητος στρατηγός απαντά:«Πες τους ρε φίλε Πανουργιά / Έχω εις τον πούτσον μου βιολιά / Έχω και τουμπερλέκια /Και όπως γουστάρω τα βαρώ / Και σπάω τα ζεμπερέκια / Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω / Και αν αργήσω δος τους κι αυτό / Είναι τα αρχίδια μου τα δυό / Όπως τα λέω να τους τα γράψεις / Όπως τα λέω να τους τα πεις, Καραϊσκάκης σεβνταλής».
Αυτός ήταν ο Καραϊσκάκης.Άνθρωπος - μυστήριο αλλά και παλικάρι που όλα αυτά δεν τα ξεστόμιζε από τζάμπα μαγκιά, αλλά από πραγματικό θάρρος. Γι' αυτό και είναι από τις περιπτώσεις που η βωμολοχία χωρά άφοβα στην ποίηση. Γιατί αποδίδει μια ιστορική αλήθεια και όχι μια υπερβολή...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ- 17η Μαρτίου 1821: Η επέτειος του απελευθερωτικού αγώνα στη Μάνη
- Το Σαν Φρανσίσκο τιμά τη 200ή επέτειο από την Επανάσταση του 1821
- 1821-2021: 200 χρόνια επαναστάτες! Έλληνες ελεύθεροι – Έλληνες υγιείς
- Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης: Αλήθειες και μύθοι – Τι έγινε στις 25 Μαρτίου του 1821;
- Το έπος της Ελληνικής Επανάστασης: Αλήθειες και μύθοι – Ο έρωτας του Φωτήλα με την Αισέ