Για τους αμύητους, το συγκρότημα Dead Can Dance προέρχεται από την Αυστραλία και αποτελείται από τον Brendan Perry και τη Lisa Gerrard. Πώς λοιπόν μπορεί ένα αυστραλιανό μουσικό συγκρότημα να σχετίζεται με το ελληνικό ρεμπέτικο;
Ο ιστορικός μουσικής Ίαν ΜακΦάρλαν έχει χαρακτηρίσει το στυλ των Dead Can Dance ως ένα κατασκεύασμα ηχητικών τοπίων με σαγηνευτικό μεγαλείο και ειλικρινή ομορφιά. Από αφρικανική πολυρυθμία και γαελική παραδοσιακή μουσική μέχρι ψαλμούς, μάντρα και ήχους της Μέσης Ανατολής, δεν είναι και τόσο παράδοξη η ενασχόληση με το ελληνικό ρεμπέτικο.
Οι Dead Can Dance δημιουργήθηκαν το μακρινό 1981 και διαλύθηκαν το 1998. Από τότε μέχρι σήμερα έκαναν ένα παγκόσμιο τουρ το 2005, ενώ η επανένωσή τους ήρθε το 2011 με το μουσικό άλμπουμ «Anastasis». Το ένατο και τελευταίο άλμπουμ τους, με τίτλο «Dionysus», κυκλοφόρησε το 2018.
Αν και η δυναμική του ντουέτου ήταν αδιαμφισβήτητη, τα δύο μέλη έκαναν κατά καιρούς σόλο μουσικά βήματα. Η Lisa Gerrard έχει βγάλει μέχρι σήμερα τέσσερα άλμπουμ, ενώ έχει κερδίσει Χρυσή Σφαίρα για τη μουσική στην ταινία «Μονομάχος» σε συνεργασία με τον Hans Zimmer.
Η ίδια έχει συνεργαστεί επί σειρά ετών και με τον Αυστραλό μουσικό Pieter Bourke. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συνεργασίας τους αποτέλεσε το τραγούδι «Sacrifice», στο οποίο είναι εμφανές πως η Lisa Gerrard είναι μια κοντράλτο, που με τη λυρικότητά της μετουσιώνει τη μουσική σε μυσταγωγία. Το εν λόγω μουσικό κομμάτι έγινε ιδιαίτερα γνωστό, καθώς συγκαταλεγόταν στα σάουντρακ της ταινίας «The Insider».
«Η μουσική εφευρέθηκε για να επιβεβαιώνει την ανθρώπινη μοναξιά»
Ο Βρετανός συγγραφέας Λόρενς Ντάρελ είχε πει κάποτε πως «η μουσική εφευρέθηκε για να επιβεβαιώνει την ανθρώπινη μοναξιά» και αναμφίβολα η μουσική των Dead Can Dance επιβεβαιώνει αυτή τη ρήση.
Οι ελληνικές επιρροές
H Lisa Gerrard έχει δηλώσει πως οι μουσικές της επιρροές προήλθαν από το προάστιο όπου ζούσε στη Μελβούρνη. Λόγω της πολυπολιτισμικότητας και της ελληνικής μειονότητας εκεί, τα ακούσματά της είχαν μια μεσογειακή χροιά, κάτι που διαφαίνεται και στην πορεία που ακολούθησε στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σε αρκετά από τα τραγούδια της («Come Tenderness», «Tempest», «Sanvean» κ.ά.) συναντάμε την περίπτωση της ιδιογλωσσίας. Η ίδια, δηλαδή, τραγουδά σε μια δική της γλώσσα που εκείνη εφηύρε. Όπως έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: «Τραγουδάω στη γλώσσα της καρδιάς… Όταν ξεκίνησα να τραγουδάω έτσι (σ.σ. σε ηλικία 12 ετών), πίστευα ότι απευθύνομαι στον Θεό».
Το έτερόν της, καλλιτεχνικά, ήμισυ, Brendan Perry, δεν μεγάλωσε στη Μελβούρνη, αλλά ταξίδεψε και δραστηριοποιήθηκε εκεί σε ηλικία 19 ετών. Ο ίδιος γεννήθηκε στο Λονδίνο και μετακόμισε στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας το 1973.
Ωστόσο, το 1978 ταξίδεψε μαζί με την μπάντα του Marching Girls (σ.σ. πρώην The Scavengers), προκειμένου να βρει καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Η ενασχόλησή του με τη μπάντα κράτησε μέχρι το 1980, όταν την εγκατέλειψε για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Σε αυτό το διάστημα πειραματίστηκε με εναλλακτικούς μουσικούς ρυθμούς και ξεκίνησε τη σύνθεση.
Το ελληνικό ρεμπέτικο και οι Dead Can Dance
Ζώντας πλέον στη Μελβούρνη, ο Brendan Perry υιοθέτησε στοιχεία από τους πλανόδιους μουσικούς και παρατήρησε τη μουσική που έπαιζαν τα καφενεία των Ελλήνων. Έτσι, βλέποντας τους άντρες να παίζουν τάβλι, πίνοντας ούζο και ακούγοντας λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, αποφάσισε να πειραματιστεί με αυτή τη γνώριμη μορφή ελληνικής μουσικής, που θυμίζει σήμερα αλλοτινούς καιρούς.
Ο ίδιος κυκλοφόρησε τον φετινό Νοέμβριο ένα μουσικό άλμπουμ, το οποίο περιέχει δέκα τραγούδια, με τίτλο «Songs of Disenchantment - Music from the Greek Underground».
Παράλληλα, δήλωσε χαρακτηριστικά γι’ αυτή τη μουσική του ενέργεια:
«Με την πάροδο των χρόνων η αγάπη μου για “καθετί ελληνικό” ήταν αμείωτη, ειδικά όσον αφορά τη μουσική του ρεμπέτικου.
Έχω συγκεντρώσει μια σημαντική συλλογή ηχογραφημένης μουσικής, παραδοσιακών οργάνων και αναμνηστικών κατά τη διάρκεια των ετών. Αυτά μου έδωσαν τελικά την έμπνευση και την πολύτιμη εκπαίδευση που απαιτείται για να μπορώ να ηχογραφήσω μερικά από αυτά τα υπέροχα τραγούδια.
Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ηχογραφημένες εκδόσεις ρεμπέτικων τραγουδιών στα αγγλικά ήταν επίσης μεγάλη έκπληξη για μένα και τελικά ήταν το πρωταρχικό μου κίνητρο να μοιραστώ αυτά τα τραγούδια με ένα αγγλόφωνο ακροατήριο καθώς και να εγείρω την περιέργεια του σκληροπυρηνικού λάτρη των παραδόσεων».
Εν αρχή ην το ομώνυμο άλμπουμ τους
Ο Brendan Perry προχώρησε στη δημιουργία ενός μουσικού άλμπουμ αφιερωμένου στο ελληνικό ρεμπέτικο. Όμως, η αγάπη για την Ελλάδα φαινόταν από το πρώτο άλμπουμ των Dead Can Dance.
Το ομώνυμο άλμπουμ τους κυκλοφόρησε το 1984. Το εξώφυλλο απεικόνιζε μια μάσκα ιεροτελεστίας από την Παπούα Νέα Γουινέα. Δίπλα στη μάσκα υπήρχαν τα γράμματα «ΔΞΛΔ CΛΝ ΔΛΝCΞ» από το ελληνικό αλφάβητο. Τα γράμματα στόχευαν στο να μοιάζουν οπτικά με τον τίτλο του συγκροτήματος και του άλμπουμ «DEAD CAN DANCE».
ΔΞΛΔ CΛΝ ΔΛΝCΞ
DEAD CAN DANCE