Στις συνθήκες πανδημίας που ζούμε, τα περιστατικά κακοποίησης, όπως η ενδοοικογενειακή βία, παρουσιάζουν αυξητική τάση και καμία γυναίκα δεν πρέπει να περνάει μόνη της αυτό το μαρτύριο. Αυτό ανέφερε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά την επίσκεψή της στον «Ξενώνα Γυναικών Θυμάτων Βίας» του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που υπάγεται στο υπουργείο Εργασίας. Την κ. Σακελλαροπούλου υποδέχτηκαν η υφυπουργός Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου, και η προϊσταμένη της δομής, Άννα Μαμάη.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενημερώθηκε από την κ. Μαμάη για το έργο που γίνεται στη δομή και ξεναγήθηκε στους χώρους όπου φιλοξενούνται οι γυναίκες αλλά και στον βρεφονηπιακό σταθμό.
Απευθυνόμενη στις γυναίκες που φιλοξενούνται αλλά και στο προσωπικό του ξενώνα, η κ. Σακελλαροπούλου, αφού ευχαρίστησε τους ανθρώπους του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τους επιστήμονες, τους εκπαιδευτικούς και όλους εκείνους που καθημερινά –με την πολύ αξιόλογη δουλειά τους– στηρίζουν με διάφορους τρόπους ευάλωτους συνανθρώπους μας, εξέφρασε τη χαρά της που είχε την ευκαιρία να βρεθεί μαζί τους σε μία από τις δομές του.
«Η κακοποιημένη γυναίκα υφίσταται πολλές φορές και τη βία του στίγματος, της ντροπής, του φόβου»
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι η άσκηση βίας, απόρροια κατάχρησης εξουσίας του ισχυρού έναντι του αδύναμου, πλήττει ιδιαίτερα τα νεαρά κορίτσια και τις γυναίκες. Όπως σημείωσε, «ο κίνδυνος ελλοχεύει σε οποιονδήποτε χώρο. Στο σπίτι, στην εργασία, στον δρόμο, παντού και κάθε στιγμή. Ακόμη χειρότερα, η κακοποιημένη γυναίκα υφίσταται πολλές φορές και τη βία του στίγματος, της ντροπής, του φόβου και της σιωπής, καθώς της είναι πολύ δύσκολο να καταγγείλει τι της συμβαίνει, είτε γιατί αισθάνεται ανήμπορη να αντιμετωπίσει τον περίγυρό της, οικογενειακό και κοινωνικό, είτε γιατί εξαρτάται οικονομικά από τον θύτη της. Εξουθενωμένη ψυχικά και σωματικά, εγκλωβίζεται σε έναν εφιάλτη χωρίς τέλος».
Σε αυτό το πλαίσιο, υπογράμμισε τη σημασία που έχει για μια σύγχρονη κοινωνία, όπως η ελληνική, να διαθέτει μηχανισμούς προκειμένου όχι μόνο να αποτρέπει τέτοια φαινόμενα, αλλά και να παρέχει τις κατάλληλες δομές που θα επουλώνουν τα τραύματα των θυμάτων. «Καμιά γυναίκα δεν πρέπει να περνάει μόνη της αυτό το μαρτύριο. Ειδικά στις συνθήκες πανδημίας που ζούμε, τα περιστατικά κακοποίησης, όπως η ενδοοικογενειακή βία, παρουσιάζουν αυξητική τάση, δεδομένου ότι η καραντίνα λειτουργεί ως πρόσφορο έδαφος εκδήλωσής τους. Δημιουργείται έτσι μια ανυπόφορη κατάσταση τόσο για την ίδια τη σύζυγο και μητέρα όσο και για τα παιδιά της, που κληρονομούν ένα βάρος που δεν τους ανήκει, ένα δυσβάστακτο φορτίο, ο απόηχος του οποίου θα επηρεάσει αρνητικά και το δικό τους μέλλον» πρόσθεσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Αναφερόμενη στην προσφορά του Ξενώνα και των φροντιστών, τη χαρακτήρισε πολύτιμη, γιατί αγκαλιάζει την κάθε γυναίκα ξεχωριστά, προσφέροντας συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, δημιουργική απασχόληση των παιδιών τους και εξατομικευμένα σχέδια δράσης για μια δυναμική επιστροφή στη ζωή.
«Πολλά έχουν ήδη γίνει στη χώρα μας για την εξάλειψη των αρνητικών στερεότυπων σε βάρος των γυναικών και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας και πολλά ακόμη μένει να γίνουν. Το παράδειγμα αυτού του φορέα μάς κάνει αισιόδοξους» επισήμανε.
Τέλος, η κ. Σακελλαροπούλου τόνισε: «Είμαι εδώ για να σας ακούσω και για να σας πω ότι σε αυτόν τον δύσκολο αγώνα που δίνετε, από τον οποίο είμαι βέβαιη ότι θα βγείτε νικήτριες, θα είμαι δίπλα σας».
Στη δομή βρίσκουν καταφύγιο γυναίκες-θύματα βίας και γενικά γυναίκες που βρίσκονται σε κατάσταση ευαλωτότητας ή αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο. Αυτή την περίοδο φιλοξενούνται 15 άτομα (γυναίκες με παιδιά). Ο ξενώνας ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2005 και μέχρι σήμερα έχει φιλοξενήσει εκατοντάδες γυναίκες με τα παιδιά τους. Παρέχει στέγη, τροφή, πρακτική και υλική βοήθεια και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ εξειδικευμένοι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι παρέχουν συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη καθώς και εργασιακή συμβουλευτική για την προώθηση των γυναικών στην απασχόληση, όπως και υποστήριξη μετά την αποχώρησή τους.
Επίσης, γίνονται μαθήματα ελληνικής γλώσσας αλλά και ενισχυτική διδασκαλία των παιδιών-μαθητών, τα οποία φοιτούν στα σχολεία της περιοχής.