Ένσταση αντισυνταγματικότητας κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία κατά του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Οι βουλευτές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης τονίζουν πως «το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 1 προβλέπει ρητά ότι "η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού". Με το ίδιο άρθρο παρ. 2 προβλέπει ότι "με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία"».
«Με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην έννομη προστασία. Η συνδικαλιστική ελευθερία είναι θεμελιώδες δικαίωμα των εργαζομένων, που προστατεύεται εκ του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά και από Διεθνείς Συμβάσεις και Συνθήκες που δεσμεύουν τη χώρα μας.
Η συνδικαλιστική ελευθερία αποτελεί μια δυναμική σύνθεση του δικαιώματος ελεύθερης ίδρυσης και συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, του δικαιώματος ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας και σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) και του δικαιώματος συλλογικής δράσης και κινητοποίησης για την προστασία των εργατικών συμφερόντων και την προώθηση των εργατικών διεκδικήσεων με όρους συλλογικότητας και αλληλεγγύης.
Το Σύνταγμα του 1975, συνεπώς, προστατεύει από κοινού με τη συνδικαλιστική ελευθερία και την ακώλυτη άσκηση των συναφών προς αυτήν δικαιωμάτων, ήτοι την απεργία και τη συλλογική αυτονομία, που αποτελούν ειδικά συνδικαλιστικά δικαιώματα (με ειδική συνταγματική προστασία και βάρος). Η απόλυτη προστασία του πυρήνα που παρέχεται σε όλα τα συνταγματικά δικαιώματα έναντι κάθε νομοθετικής επέμβασης που απαγορεύει ή καταργεί τα δικαιώματα, ειδικά για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, επεκτείνεται και πέραν του πυρήνα τους.
Πρόκειται για μια περιοχή προστασίας που το άρθρο 23 παρ. 2 τελ. εδάφιο του Συντάγματος, ειδικά για την απεργία, αναφέρει ως περιοχή ακώλυτης άσκησης. Αυτό σημαίνει ότι ο κοινός νόμος υπερκεράζει τη συνταγματική προστασία όχι μόνο όταν καταλύει τον πυρήνα του δικαιώματος, π.χ. με την απαγόρευση ή την κατάργησή του, αλλά και όταν θέτει περιορισμούς που "παρεμποδίζουν τη νόμιμη άσκησή του". Με άλλα λόγια, η απόλυτη προστασία του πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων επεκτείνεται εδώ για να περιλάβει και τους νομοθετικούς περιορισμούς που ναι μεν δεν θίγουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων, παρεμποδίζουν ωστόσο τη νόμιμη άσκησή τους.
Τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα των εργαζομένων δίνουν το νόημα της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης και αποτελούν τις εγγυήσεις της. Οι εγγυήσεις αυτές αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας της συλλογικής αυτονομίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων από την παρέμβαση του κράτους και των εργοδοτών.
Οι συνταγματικές διατάξεις που εγγυώνται την ίδρυση σωματείων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, τη συνδικαλιστική ελευθερία, τη συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα απεργίας είναι αυτές των άρθρων 12 παρ. 1 και 2, 23 παρ. 1 και 2 και 22 παρ. 1, 2, και 3».
Και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
«Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και η δήλωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (10/6/2021): "Το σχέδιο νόμου για τα εργασιακά που εισήχθη στη Βουλή φαίνεται να κανονικοποιεί την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και να ανατρέπει την ουσία του προοδευτικού για την εποχή του συνδικαλιστικού νόμου 1264/82. Κυρίως όμως κλονίζει τη συνταγματική ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στην υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την «ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου πληθυσμού» και να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα το δικαίωμα στην απεργία (άρθρα 22 και 23 Σ)… Θεωρούμε ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου συνιστά σημαντική θεσμική οπισθοδρόμηση και θα διευρύνει την ήδη υφιστάμενη νομική και πραγματική ανισότητα στις εργασιακές σχέσεις".
Κατόπιν των ανωτέρω, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας για τα ακόλουθα άρθρα του σχεδίου νόμου:
Γενική παρατήρηση για ασυμβατότητα προς το Σύνταγμα ρυθμίσεων του νομοσχεδίου για το ατομικό εργατικό δίκαιο
Με βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου προκρίνεται η ατομική σύμβαση εργασίας ως εργαλείο επιβολής όρων εργασίας από τον εργοδότη στον εργαζόμενο και αποκλείεται συγχρόνως η συλλογική σύμβαση εργασίας ως παράγοντας διάπλασης των όρων εργασίας. Αυτή είναι, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του άρθρου 58 για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (κατάλυση του 8ώρου) με ατομική σύμβαση εργασίας, όπως και η περίπτωση του άρθρου 68 για τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στη λεγόμενη οικονομία της πλατφόρμας. Το άρθρο αυτό (68) αφήνει ελεύθερο τον εργοδότη να επιβάλλει στον εργαζόμενο την "έξωσή" του από το πεδίο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας.
Πρόκειται για ρυθμίσεις που παραβιάζουν τόσο την αρχή της (ουσιαστικής διαπραγματευτικής) ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που προστατεύει την ελευθερία των συμβάσεων, που στην περίπτωση των ατομικών συμβάσεων μεταξύ εργοδότη - εργαζομένου συρρικνώνεται μέχρι εξαφάνισης για τον εργαζόμενο. Στον βαθμό που με τις επίμαχες ρυθμίσεις αποκλείεται η συλλογική σύμβαση εργασίας παραβιάζεται και το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, που απωθεί την ατομική σύμβαση και προκρίνει στη θέση της τη συλλογική σύμβαση.
Άρθρο 66
Α. Στην πρώτη παράγραφο παρατίθενται ορισμένες διατάξεις, διά των οποίων απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για συγκεκριμένους λόγους. Για όλες αυτές τις περιπτώσεις, ορίζεται στη δεύτερη παράγραφο του υπό ψήφιση άρθρου ότι, αν ο εργαζόµενος αποδείξει, ενώπιον δικαστηρίου, πραγµατικά περιστατικά, ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους ανωτέρω συγκεκριµένους λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόµενο λόγο από τον εργαζόµενο. Δηλαδή, ο εργαζόµενος έχει το βάρος της πιθανολόγησης των µη επιτρεπόµενων λόγων της καταγγελίας και, αν συµβεί αυτό, ο εργοδότης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης ότι η απόλυση έγινε για κάποιον άλλο επιτρεπόµενο λόγο.
Όπως επισημαίνει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής: "Η δικονοµική αυτή βελτίωση της θέσης των εργαζοµένων δεν είναι αυτονόητη για όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της υπό ψήφιση διάταξης, δοθέντος ότι ορισµένες εξ αυτών γεννούν προβληµατισµό. Ειδικότερα, στις περισσότερες περιπτώσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της προτεινόµενης διάταξης, και ειδικά για όσες απαιτείται σπουδαίος λόγος (λ.χ., έγκυοι εργαζόµενες, συνδικαλιστικά στελέχη, προστατευόµενα πρόσωπα του ν. 2643/1998), ο εργοδότης είναι, υπό το ισχύον δίκαιο, αυτός που φέρει το βάρος της απόδειξης του νόµιµου ή σπουδαίου λόγου της καταγγελίας. Στην προτεινόµενη, όµως, διάταξη, και για τις περιπτώσεις αυτές, αναφέρεται ότι ο εργοδότης θα φέρει το βάρος της απόδειξης, µόνο όταν ο εργαζόµενος αποδείξει, ενώπιον δικαστηρίου, πραγµατικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους ανωτέρω λόγους". Η ανωτέρω οµαδοποίηση των περιπτώσεων προστασίας του εργαζοµένου σε περίπτωση καταγγελίας µεταβάλλει το ισχύον πλαίσιο του βάρους της απόδειξης σε περίπτωση καταγγελίας, επιβάλλοντας στον µισθωτό το βάρος της πιθανολόγησης, το οποίο δεν φέρει υπό το ισχύον πλαίσιο».
Τι λέει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής
«Σύμφωνα με την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής: "Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, στη δεύτερη παράγραφο της υπό ψήφιση διάταξης αναφέρεται ότι ο εργοδότης µπορεί να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόµενο λόγο, ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο. Εν προκειµένω, για λόγους σαφήνειας, πρέπει, ενδεχοµένως, να διακριθούν οι περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου της υπό ψήφιση διάταξης σε εκείνες στις οποίες προστατεύεται ο εργαζόµενος από την απόλυση, λόγω του καθεστώτος που τον διέπει, και σε εκείνες στις οποίες οι απολύσεις µπορούν να θεωρηθούν παράνοµες βάσει της αιτίας της καταγγελίας της σύµβασης εργασίας, οπότε θα είναι δυνατόν, στη συνέχεια, να διακριθεί ευχερώς και το σχετικό δικονοµικό βάρος. Επίσης, σχετικό ερµηνευτικό ζήτηµα τίθεται και ως προς την έννοια της ενάσκησης νόµιµου δικαιώµατος του εργαζόµενου, οπότε προκύπτει, κατά την προτεινόµενη διάταξη, απόλυτη ακυρότητα, ως προς όλες, δηλαδή, τις συνέπειες της παράνοµης καταγγελίας". Η ακυρότητα όμως δεν αφορά µόνο την άσκηση όσων δικαιωµάτων συνδέονται µε τη σχέση εργασίας, προκύπτει και γι' αυτά που είναι ανεξάρτητα από αυτήν, αλλά αδιαµφισβήτητα συνδέονται µε καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Συνεπώς τίθεται το ζήτημα της απόλυτης ακυρότητας, σε περίπτωση, λ.χ., καταγγελίας λόγω εµπάθειας ή άλλου είδους κακοβουλίας ή επιλήψιµων κινήτρων εκ µέρους του εργοδότη ή στην περίπτωση άσκησης "ατοµικού δικαιώµατος του εργαζοµένου", όπως, λ.χ., της ιδιωτικής ζωής, της ελευθερίας έκφρασης κ.ά. Εν προκειµένω, δεν προστατεύεται επαρκώς το κοινωνικό δικαίωµα στην εργασία του απολυθέντος, ειδικά για τους ανωτέρω λόγους, εργαζοµένου (άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγµατος).
Β. Σηµαντική, εντούτοις, διαφοροποίηση προκύπτει ως προς τις συνέπειες της καταγγελίας της σύµβασης εργασίας, όταν αυτή δεν οφείλεται σε κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο της υπό ψήφιση διάταξης.
Υπό το ισχύον νοµικό πλαίσιο, σε περίπτωση παραβίασης οποιουδήποτε όρου της νοµότυπης άσκησης του δικαιώµατος καταγγελίας (εγχείριση εγγράφου, καταβολή αποζηµίωσης, παραβίαση του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος, καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος για οποιαδήποτε αιτία), η καταγγελία θεωρείται άκυρη, θεωρείται, δηλαδή, ως µη γενοµένη (180 ΑΚ). Δεν επιφέρει τη λύση της σύµβασης εργασίας, η οποία συνεχίζεται κανονικά και µετά από αυτήν την άκυρη καταγγελία. Κατά συνέπεια, ο εργοδότης ο οποίος δεν αποδέχεται την εργασία του µισθωτού καθίσταται υπερήµερος και οφείλει µισθούς υπερηµερίας για όσο διάστηµα διαρκεί αυτή η άρνηση αποδοχής (349, 350, 351, 656 ΑΚ). Επίσης, µπορεί να υποχρεωθεί από το αρµόδιο δικαστήριο να επαναπροσλάβει τον εργαζόµενο, µε απειλή χρηµατικής ποινής ή προσωπικής κράτησης (άρθρο 946, 947 ΑΚ).
Με την τρίτη παράγραφο του προτεινόµενου άρθρου περιορίζονται οι συνέπειες σε περίπτωση άκυρης καταγγελίας. Δεν θα είναι δυνατόν να επιβληθεί υποχρέωση επαναπρόσληψης ή καταβολή µισθών υπερηµερίας, µέχρι αυτή την επαναπρόσληψη.
Ορίζεται έτσι ότι αν η απόλυση πάσχει για λόγο διαφορετικό από τους λόγους της παραγράφου 1, το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, µετά από αίτηµα είτε του εργαζοµένου είτε του εργοδότη, επιδικάζει, υπέρ του εργαζοµένου, ποσό πρόσθετης αποζηµίωσης, το οποίο δεν µπορεί να είναι µικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) µηνών ούτε µεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόµον αποζηµίωσης λόγω καταγγελίας, κατά τον χρόνο απόλυσης. Το αίτηµα υποβάλλεται από τον εργαζόµενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο βαθµό δικαιοδοσίας.
Κατά τον καθορισµό του ποσού της πρόσθετης αποζηµίωσης, το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη του, ιδίως, την ένταση του πταίσµατος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονοµική κατάσταση του εργαζοµένου και του εργοδότη. Τα ανωτέρω αφορούν, κυρίως, τις περιπτώσεις καταγγελίας που σήµερα χαρακτηρίζονται ως παράνοµες λόγω κάποιων τυπικών παραλείψεων, αλλά και αυτών που χαρακτηρίζονται ως καταχρηστικές λόγω µη τήρησης της αρχής της προσφυγής στην καταγγελία ως έσχατο µέσο ή λόγω της µη ορθής επιλογής των απολυτέων εργαζοµένων σε περίπτωση οικονοµικο-τεχνικού χαρακτήρα απολύσεων.
Η ανωτέρω προτεινόμενη διάταξη του σχεδίου νόμου παραβιάζει τα άρθρα 26 Σ και 20 Σ για την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και το δικαίωμα έννομης προστασίας αντίστοιχα, καθώς προβλέπεται ευθεία παρέμβαση του νομοθέτη στη δικανική κρίση. Το δικαστήριο, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα μιας εργασιακής σχέσης, αποφαίνεται ότι η σχέση αυτή παραμένει ενεργή όλο το χρονικό διάστημα και εκ τούτου απορρέουν οι υποχρεώσεις επαναπρόσληψης και καταβολής μισθών υπερημερίας. Η κατάργηση από τον νομοθέτη των συνεπειών συνιστά απαράδεκτη παρέμβαση στη δικανική κρίση, δεδομένου ότι, παρότι κρίνει διαφορετικά το δικαστήριο, ο νομοθέτης καθορίζει ότι η σχέση εργασίας δεν ήταν ενεργή.
Στην έκτη παράγραφο του υπό ψήφιση άρθρου προβλέπεται ότι, σε αγωγή που περιέχει αίτηµα για πρόσθετη αποζηµίωση, δεν µπορεί να σωρεύεται αίτηµα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των εννόµων συνεπειών της ακυρότητας, αν τα δύο αιτήµατα στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νοµική βάση. Η σώρευση των δύο αιτημάτων, ακόµη και επικουρική, οδηγεί στην απόρριψη αµφοτέρων ως απαράδεκτων.
Όπως επισημαίνει και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, η απαγόρευση σώρευσης επικουρικών αιτηµάτων, τα οποία δεν είναι αντιφατικά, εκ των οποίων το κύριο αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, δεν συµβιβάζεται µε το δικαίωµα παροχής έννοµης προστασίας ως προς το κύριο αίτηµα (άρθρο 20 του Συντάγµατος)».