Έκθεση ΔΝΤ: Χαμηλότερα πλεονάσματα, καμπανάκι για δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους

Στην ανάγκη για χαμηλότερα πλεονάσματα αλλά και καμπανάκια για τους δημοσιονομικούς – αναπτυξιακούς στόχους περιλαμβάνει η έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, την οποία δημοσίευσε σήμερα και αφήνει αιχμές για τις μεταρρυθμίσεις και το χρέος. Εκτιμά ότι υπερκαλύπτεται ο δημοσιονομικός στόχος για φέτος, που φτάνει στο 3,7% του ΑΕΠ για πρωτογενές πλεόνασμα, ωστόσο, αυτό δεν θα καταστεί εφικτό το 2020 (3,1% πρωτογενές πλεόνασμα) ούτε μετα (2,7% με 2,2% πρωτογενές πλεόνασμα), από το 2022 έως το 2024), λόγω των τρεχουσών πολιτικών.

Επιπλέον, ευθυγραμμίζεται με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν για την πορεία του ΑΕΠ στο 2,3% αντί 2,2% που προέβλεπε στο World Economic Outlook, αν και τα επόμενα χρόνια διατηρεί τις προβλέψεις για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, υπογραμμίζοντας μεν το θετικό ξεκίνημα της κυβέρνησης, αλλά θυμίζοντας τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, πε΄ρι δημογραφικού, χαμηλής παραγωγικότητας, και εξωτερικών παραγόντων.

 

Παράλληλα, ασκεί κριτική για το εργασιακά επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα περί της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και στη μείωση της δαπάνης για συντάξεις, ώστε να αλλάξει το «μείγμα» πολιτικής και να γίνει πιο αναπτυξιακό.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, αναφέρεται η συχνή διατύπωση ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, αν και κατά τη διάρκεια της συζήτησης της στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου την προηγούμενη Τετάρτη υπήρχαν κράτη – μέλη τα οποία εκφράστηκαν κατά. Αναφέρει σχετικά πως η «επίτευξη συναίνεσης με τους ευρωπαίους εταίρους σχετικά με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα που θα παράσχουν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για πολιτικές κοινωνικής ένταξης και ανάπτυξης, αλλά δεν θα υποκαταστήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Καλύτερος προγραμματισμός για τους φορολογικούς κινδύνους, μαζί με έναν μηχανισμό εξομάλυνσης που θα επιτρέπει προσωρινές αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους σε περίπτωση σοκ, θα βοηθούσε». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βλέπει “τρύπα» το 2020 τονίζοντας πως ο δημοσιονομικός στόχος υπερκαλύπτεται για φέτος , δηλαδή 3,7% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα.

Όμως προειδοποιεί πως δεν θα καταστεί εφικτό το 2020 (3,1% πρωτογενές πλεόνασμα) ούτε τα επόμενη έτη (2,7% με 2,2% πρωτογενές πλεόνασμα από το 2021 έως το 2024), λόγω των ασκούμενων πολιτικών. Πάντως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις εκτιμά ότι η Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους και του 2020 και του 2021.

Σχετικά με την ανάπτυξη οι προβλέψεις είναι συντηρητικές εκτιμήσεις, με την έκθεση βιωσιμότητας να δείχνει «κινδύνους για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ασθενέστερης ανάπτυξης, των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων ή / και της υλοποίησης των ενδεχόμενων υποχρεώσεων (αποφάσεις του ΣτΕ),” αναφέρει το Ταμείο.

Image removed.

Εξυγίανση τραπεζών

Χαρακτηρίζοντας «ύψιστη προτεραιότητα» την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, το ΔΝΤ σημειώνει ότι «οι αδύναμες τράπεζες εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι στόχοι της κυβέρνησης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και το πρόγραμμα “Ηρακλής” θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υποστήριξη. Ωστόσο, χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών».

Το ΔΝΤ αναφέρει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα ισορροπημένο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα ενισχύει την ανάπτυξη και θα διατηρεί συγχρόνως ένα κοινωνικό πρόσημο. Όπως σημειώνεται, «τα σχέδια για τη μείωση των άμεσων φορολογικών συντελεστών και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης είναι ευπρόσδεκτα, αλλά μπορούν να επιτευχθούν περισσότερα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης».

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τις πάγιες θέσεις του για τις συντάξεις και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης αλλά και για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να απελευθερωθεί χώρος για επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «για το έτος 2020 και από εκεί και εμπρός, το προσωπικό συνιστά στην κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους να συμφωνήσουν γύρω από μια ουσιαστικά χαμηλότερη πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική χαλάρωση και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες (π.χ. στον τομέα της υγείας) και επενδυτικές ανάγκες».

Αναφορικά με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, το Ταμείο καλωσορίζει τις πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης, τονίζοντας, όμως, ότι πρέπει να γίνουν και άλλα βήματα για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, δίνεται έμφαση στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και στη υιοθέτηση πολιτικών που θα δυναμώσουν την απασχόληση.

Image removed. Image removed.

Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος

Σχετικά με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην Ελλάδα, η έκθεση αναγνωρίζει ότι η χώρα μας έχει σημειώσει πρόοδο σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Παρόλα όμως αυτά σημειώνει ότι ορισμένες αδυναμίες παραμένουν και συνεπώς υπάρχει περιθώριο περαιτέρω βελτίωσης.

Πορεία του Ελληνικού Χρέους-Ελληνικές Ενστάσεις

Σταδιακή μετάλλαξη του μείγματος του ελληνικού χρέους αλλά και μείωση του ως ποσοστό του ΑΕΠ βλέπει το ΔΝΤ. Ειδικότερα, το Ταμείο εκτιμά πως το χρέος θα κυμανθεί από το 185% του ΑΕΠ (2018) στο 145% του ΑΕΠ (2028). «Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας ανήκει επί του παρόντος στον δημόσιο τομέα (80% του συνολικού δημόσιου χρέους) και αυτό το χρέος διαθέτει ευνοϊκή διάρθρωση και επιτόκιο. Καθώς το δημόσιο χρέος ωριμάζει, το ποσοστό του συνολικού δημόσιου χρέους που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να αυξηθεί από 20% το 2018 σε περίπου 30% μέχρι το 2028», σημειώνεται στην έκθεση.

Η ελληνική πλευρά, όμως, δεν φαίνεται να υιοθετεί τις εκτιμήσεις του Ταμείου για την μακροπρόθεσμή βιωσιμότητα του χρέους, καθώς ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, χαρακτήρισε «απαισιόδοξες» τις εν λόγω προβλέψεις κατά τη διάρκεια των δηλώσεων που έκανε στη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβούλιου. «Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την επιθετική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις μήνες», τόνισε χαρακτηριστικά.

ΠΗΓΗ: pagenews.gr