«Έτσι τα έζησα»: Μνήμες από την υπόθεση Οτσαλάν, ανήμερα της επετείου του ΡΚΚ

Η επαρχία του Ντιγιάρμπακιρ, στριμωγμένη σε ορεινούς όγκους της Νοτιοανατολικής Ανατολίας, θεωρείται η κοιτίδα του Κουρδικού πληθυσμού στην επικράτεια της Τουρκίας.

 

Του Γιάννη Βασιλακόπουλου

Κι εκεί, σε σκληρά χώματα, γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου του 1978 η πιο γνωστή από τις οργανώσεις που πρωτοστάτησαν στο αίτημα για αυτονομία του Κουρδιστάν - το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (κουρδικά: Partiya Karkerên Kurdistanê‎, PKK, /ˈpekaka/, τουρκικά: Kürdistan İşçi Partisi), γνωστό και ως Κουρδικό Εργατικό Κόμμα, οργάνωση που εδρεύει στα εδάφη της Τουρκίας και του Ιράκ.

Ο Αμπτουλάχ Οτσαλάν είχε ρίξει την πρώτη σπορά από αρκετά πιο νωρίς, όταν ως φοιτητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας, το 1973, σε ηλικία 24 ετών είχε μιλήσει σε φοιτητικό αμφιθέατρο για ύπαρξη δυο εθνών στην Τουρκική επικράτεια: Του Τουρκικού και του Κουρδικού . Ήταν η αρχή ενός διαρκούς κυνηγητού, ποτισμένου με πολύ μίσος που απλώθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης , επί 25 χρόνια, ώσπου ο κύκλος έκλεισε με ένα χοντρό παιχνίδι πρακτόρων, στο Ναϊρόμπι της Κένυας.

Η Αθήνα, επίκεντρο εξελίξεων και ζυμώσεων – πολλές φορές εκρηκτικών – ακολούθησε τη μοίρα του κομβικού πολιτικά, γεωγραφικά και γεωπολιτικά τόπου υπήρξε και για αυτό το ζήτημα, καυτό σημείο στην ιστορική του ροή. Έλληνες ήταν οι δημοσιογράφοι που είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν με τον Οτσαλάν, ακόμη κι όταν εκείνος περιπλανιόταν, επικηρυγμένος, από το Βαθύ κράτος της Άγκυρας, καταζητούμενος στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Ανασύρω από το αρχείο μου, μια συνέντευξη που είχε δώσει στον έμπειρο συνάδελφο Σπύρο Παγιατάκη μέσα από ένα κρησφύγετο στα περίχωρα της Δαμασκού, μια από τις περιόδους που ο κλοιός έδειχνε να σφίγγει. Τότε, ρεπόρτερ με μόλις πέντε χρόνια πορείας σκέφτηκα με ακατέργαστο θαυμασμό: «Μεγάλος ρεπόρτερ ο Σπύρος. Μπράβο». Ακόμη δεν είχα την εμπειρία να υποθέσω πως και η παραμικρή εμπλοκή ενός δημοσιογράφου με εκείνη την καυτή υπόθεση θα μπορούσε να τον βάλει σε μπελάδες. Και δεν πρόλαβα να το υποθέσω, γιατί το έζησα…

Εκείνη την εποχή έκανα την παραγωγή, με κάποιες μεγάλες δόσεις συμμετοχής στον ραδιοφωνικό ‘’αέρα’’ της εκπομπής του Γιάννη Καλαμίτση, «Πρωινές Χειριλασίες» – Άγια κι ευλογημένη εκείνη η περίοδος για μένα. Ο Γιάννης έμενε στη Νέα Μάκρη στην περιοχή που κρύφτηκε για ένα διάστημα, ο Κούρδος ηγέτης Αμπτουλάχ Οτσαλάν όταν έφτασε, κρυφά, στην Ελλάδα από το παγωμένο Μινσκ της Λευκορωσίας και βρήκε άσυλο στο σπίτι της συγγραφέως Βούλας Δαμιανάκου- συζύγου του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Ρώτα και, όπως λεγόταν, φίλης του τότε υπουργού εξωτερικών, Θόδωρου Πάγκαλου, Κυβέρνηση Σημίτη τότε… Δύσκολη πίστα…

Με το πρώτο τηλεφώνημα βρέθηκα στη Νέα Μάκρη. Μαύρη Νύχτα. Όταν ο μεγάλος μου δάσκαλος, μου έδειξε κάτι, σε πρώτη ανάγνωση αδιάφορο: Ένας τύπος έκανε τα… ψιλά του μέσα στο κατασκόταδο με την πλάτη γυρισμένη σε εμάς και σε ευκρινή απόσταση. Για μια στιγμή, γύρισε το πρόσωπο του προς το μέρος μας και χαμογέλασε τυπικά και καχύποπτα: «Ωχ, ο Οτσαλάν» σκέφτηκα και το συμβάν τέλειωσε εκεί , γιατί ο τύπος εξαφανίστηκε σαν αερικό … Ή έτσι νόμισα… Έπεσα έξω . Γιατί το συμβάν δεν είχε τελειώσει – παρά μόνο μια πτυχή του. Ήταν κι εκείνη η φλόγα της νιότης και η περιέργεια του ρεπόρτερ – μαμουνιού που με έσπρωχνε να «χωθώ» στο θέμα που εκείνην την εποχή κυριαρχούσε ολοκληρωτικά.

Στο δεύτερο τηλεφώνημα μια πολιτική πηγή μου είπε πως θα με έφερνε σε επαφή με μια πολύ σημαντική Κουρδική πηγή στην Αθήνα- αλλά «έπρεπε να προσέξω»… Απογειώθηκα. Το απόγευμα της επόμενης μέρας βρέθηκα σε ένα μικρό διαμέρισμα πίσω από το Caravel παρέα με τον φίλο μου, ταλαντούχο καμεραμάν, Κώστα Λιανό. Υποβλητικός χώρος, σχεδόν φοβιστικός. Στον τοίχο αριστερά μας, δίπλα σε μια ηγετική φωτογραφία του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, υπήρχε ένα ημερολόγιο του Κουρδικού Απελευθερωτικού Μετώπου και πιο εκεί δέσποζε μια επιβλητική προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Ένας ανέκφραστος τύπος μας οδήγησε σε ένα γραφείο με μια συρόμενη πόρτα. Δευτερόλεπτα μετά μπήκε μέσα ένας μικρόσωμος αλλά βλωσσυρός τύπος – σήμερα θα τον λέγαμε «ψαρωτικό».

«Ροσχάτ Λασέρ», μου συστήθηκε, δίνοντας μου το χέρι. Ακολούθησαν δευτερόλεπτα αμήχανης καχυποψίας. «Είμαι αξιωματούχος του Κουρδικού Μετώπου στα Βαλκάνια και χαίρομαι που υποδέχομαι φίλους» συνέχισε με τόνο, τώρα πιο φιλικό. Ο Κώστας ενεργοποίησε τη μικρή κάμερα, ο Ροσχάτ Λασέρ συγκατένευσε κι άρχισε μια κουβέντα που θα κρατούσε δυο ώρες. Μου είπε μέσα σε όλα ότι «οι Κούρδοι Αξιωματούχοι τιμούν την παραδοσιακοί φιλία με τους Έλληνες αλλά δεν εμπιστεύονταν καθόλου την κυβέρνηση, εκείνης της περιόδου.»

«Φοβόταν», μου εξομολογήθηκε, γιατί δεν ήταν σίγουρος για τις προθέσεις της κυβέρνησης Σημίτη. Έφυγα, με όλο το υλικό στα χέρια μου και ζήτησα να συναντήσω έναν κορυφαίο ακόμη και σήμερα συνάδελφο.

«Είσαι τρελός;», μου είπε, όταν είδε το υλικό. «Θες να δώσουμε αυτό το υλικό σε κάποιο κανάλι, να παίξει να χάσω εγώ τη δουλειά μου και να ρισκάρεις κι εσύ το επαγγελματικό σου μέλλον». Με απέτρεψε. Φοβήθηκα να πω την αλήθεια.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1999 ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν βρίσκεται στην Κένυα και κρύβεται στην κατοικία του Έλληνα πρέσβη μαζί με τους συντρόφους του. Τον συνοδεύει και ο Έλληνας ταγματάρχης της Ε.Υ.Π. Σάββας Καλεντερίδης ως σωματοφύλακάς του. Την ίδια μέρα η κυβέρνηση της Άγκυρας καλεί τους πρεσβευτές της Σερβίας, της Νορβηγίας και του Βελγίου και τους ζητά να μη δεχτούν τον Οτζαλάν, ο οποίος εκείνη τη χρονική στιγμή είναι άγνωστο πού βρίσκεται. Στις 13 Φεβρουαρίου στην Κένυα φτάνει ο Έλληνας δικηγόρος του Οτζαλάν Φ. Κρανιδιώτης, ο οποίος συζητά με τον Κούρδο ηγέτη και τον Έλληνα πρέσβη και επιστρέφει στην Ευρώπη για να ζητήσει βοήθεια.

Ο Οτζαλάν σκέφτεται να παραδοθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Φεβρουαρίου βρίσκουν τον Κούρδο ηγέτη να μεταφέρεται με χειροπέδες στην Τουρκία με ένα ιδιωτικό αεροσκάφος. Όλα όσα έγιναν και αφορούν στη σύλληψή του παραμένουν άγνωστα. Η Άγκυρα πανηγυρίζει και στα Μ.Μ.Ε. κυκλοφορούν βίντεο της μεταφοράς του. Ο Καλεντερίδης είναι το πρόσωπο που δέχεται την πιο σοβαρή κριτική, κυρίως – όπως είπαν τότε- για τους φερόμενους ως «αδέξιους» επιχειρησιακούς του χειρισμούς. Έτσι το υλικό που είχα στα χέρια μου, έμεινε δικαιωμένο για το περιεχόμενο του, αλλά αναξιοποίητο. Μου έμεινε μονάχα σαν «παράσημο» η δυσκολία της επικοινωνίας που είχα για αρκετό καιρό μέσω του κινητού μου τηλεφώνου ίσως επειδή όπως μου είπε κάποιος «μπαρουτοκαπνισμένος» φίλος μου «κάποιοι θα ενδιαφέρονταν έντονα για το τι είχα να πω».